Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εποχιακά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εποχιακά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Μαρτίου 2010

"ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ"

ΕΥΧΟΜΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ, ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΕΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΑΣ

ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ,
ΛΙΒΑΡΔΑΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ

Η Μεγάλη Εβδομάδα

Ας κάνουμε μια σύντομη γνωριμία με τις εορτές της Μεγάλης Εβδομάδας.

Τι είναι Μεγάλη Εβδομάδα;

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι η εβδομάδα πριν το Πάσχα (από την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ μέχρι το Μ. Σάββατο) και ονομάζεται «Μεγάλη», όχι γιατί έχει περισσότερες μέρες ή ώρες από τις άλλες εβδομάδες, αλλά γιατί τα γεγονότα όπου τελούνται και βιώνονται στους Ιερούς Ναούς είναι κοσμοσωτήρια για τον άνθρωπο!


Πώς βιώνεται ο λειτουργικός χρόνος τη Μεγάλη εβδομάδα;

 
Η Εκκλησία από την μεγάλη της φιλανθρωπία, για να μπορέσουν όσο είναι δυνατόν περισσότεροι πιστοί να συμμετέχουν στις Ακολουθίες, επέτρεψε από την αρχή της Μ. Εβδομάδας, να ψάλλεται ο Όρθρος της επόμενης ημέρας. (π.χ. την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ ψάλλεται ο Όρθρος της Μεγάλης Δευτέρας).


Τι τελείται τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας;

Οι τέσσερις πρώτες ημέρες μας προετοιμάζουν πνευματικά για το θείο δράμα και οι Ακολουθίες ονομάζονται «Ακολουθίες του Νυμφίου».

Μεγάλη Δευτέρα (Κυριακή Βαΐων βράδυ):

Την Μεγάλη Δευτέρα κυριαρχούν δύο γεγονότα:

α) Η ζωή του Ιωσήφ του 11ου γιου του Πατριάρχη Ιακώβ, του ονομαζόμενου Παγκάλου, δηλαδή του ωραίου στο σώμα και τη ψυχή. Ο Ιωσήφ προεικονίζει με την περιπέτειά του (που πουλήθηκε σκλάβος στην Αίγυπτο) τον ίδιο τον Χριστό και το πάθος Του.

β) Το περιστατικό της άκαρπης συκιάς που ξέρανε ο Χριστός (Ματθ. 21, 18-22):
Συμβολίζει την Συναγωγή των Εβραίων και γενικά την ζωή του Ισραηλιτικού λαού που ήταν άκαρποι από καλά έργα.

Μεγάλη Τρίτη (Μεγάλη Δευτέρα βράδυ):
Την Μεγάλη Τρίτη θυμόμαστε και ζούμε δύο παραβολές:

α) Των δέκα παρθένων (Ματθ. 25,1-13) που μας διδάσκει να είμαστε έτοιμοι και γεμάτοι από πίστη και φιλανθρωπία.

β) Των Ταλάντων (Ματθ. 25,14-30), που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και πρέπει να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.

Μεγάλη Τετάρτη (Μεγάλη Τρίτη βράδυ):

Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47), που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο. Ψάλλεται το περίφημο τροπάριο (δοξαστικό) της Υμνογράφου Μοναχής Κασσιανής.

Μεγάλη Πέμπτη (Μεγάλη Τετάρτη βράδυ):Την Μεγάλη Πέμπτη γιορτάζουμε 4 γεγονότα :

α) Τον Ιερό Νιπτήρα, το πλύσιμο δηλαδή των ποδιών των μαθητών από τον Κύριο, δείχνοντας για το ποια πρέπει να είναι η διακονία των πιστών στην Εκκλησία.

β) Τον Μυστικό Δείπνο, δηλαδή την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

γ) Την Προσευχή του Κυρίου, στο Όρος των Ελαιών και

δ) την Προδοσία του Ιούδα, δηλαδή την αρχή του Πάθους του Κυρίου.

Μεγάλη Παρασκευή (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ):

Την Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την Κορύφωση του θείου δράματος, τελείται η «Ακολουθία των Παθών» και θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας. Δηλαδή:

α) Τα πτυσίματα

β) τα μαστιγώματα

γ) τις κοροϊδίες

δ) τους εξευτελισμούς

ε) τα κτυπήματα

στ) το αγκάθινο στεφάνι και κυρίως την

ζ) Σταύρωση και

η) τον θάνατο του Χριστού μας.

Μεγάλο Σάββατο (Μεγάλη Παρασκευή πρωί και βράδυ):

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί γιορτάζουμε:

α) την Ταφή Του Κυρίου και

β) την Κάθοδο Του στον Άδη, όπου κήρυξε σε όλους τους νεκρούς. Έτσι Μεγάλη Παρασκευή το πρωί (ημερολογιακά), τελούνται οι εξής ακολουθίες: Ακολουθία των Μεγάλες Ωρών και στις 12.00 το μεσημέρι της Αποκαθηλώσεως, δηλαδή την Ταφή Του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και το Νικόδημο τον Φαρισαίο, μέλος του Μ. Συμβουλίου και κρυφό μαθητή του Κυρίου.

Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ (ημερολογιακά) ψάλλονται τα Εγκώμια και έχουμε την περιφορά του Επιταφίου!

Κυριακή του Πάσχα (Μ. Σάββατο πρωί και νύχτα από τις 12.00 π.μ):

 
Το Μεγάλο Σάββατο (ημερολογιακά) το πρωί, έχουμε την λεγόμενη «1η Ανάσταση», δηλαδή το προανάκρουσμα της Αναστάσεως που μεταδίδουν οι ύμνοι και της προσμονής της λυτρώσεως όλης της κτίσεως από την φθορά και τον θάνατο!

Το Μεγάλο Σάββατο στις 12.00 (δηλαδή ουσιαστικά την Κυριακή), έχουμε την ζωηφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας, την ήττα του θανάτου και της φθοράς και την αφή του Αγίου Φωτός στον κόσμο από το Πανάγιο Τάφο.

Κυριακή του Πάσχα στις 11.00 π.μ. ή το απόγευμα, τελείται ο «Εσπερινός της Αγάπης», όπου σε πολλές γλώσσες διαβάζεται το Ιερό Ευαγγέλιο και διατρανώνεται παγκοσμίως η νίκη του θανάτου και η εποχή της Καινούριας Διαθήκης, της χαράς και της Αναστάσιμης ελπίδας.

Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα των Παθών και της Αναστάσεως για όλους εμάς τους Πιστούς;
Οι πιστοί βιώνουμε τα πάθη και την ανάσταση του Χριστού συμμετέχοντας ενεργά σε αυτά με «συμπόρευση», «συσταύρωση» και «συνανάσταση»! Ο Χριστός με την θέληση του (εκουσίως), έπαθε και ανέστη για να σωθούμε όλοι εμείς! Αυτό σημαίνει ότι δεν λυπούμαστε «μοιρολατρικά» για το Πάθος του, αλλά για τις δικές μας αμαρτίες και αφού μετανιώνουμε ειλικρινώς μπορούμε την αντικειμενική σωτηρία που χάραξε ο Χριστός να την κάνουμε και υποκειμενική - προσωπική σωτηρία!



ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

Η Ανάσταση του Κυρίου έκρυβε ένα ιδιαίτερο και βαθύ νόημα για τον μαρτυρικό Πόντο. Στην ψυχή του υπόδουλου Γένους συμβόλιζε την ελπίδα της λύτρωσης και της ανάστασης.
Από την Μεγάλη Εβδομάδα, κορυφώνονταν το ενδιαφέρον και η προσδοκία της μεγάλης ημέρας του Πάσχα. Το Σάββατο του Λαζάρου τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι έκοβαν μπουμπουκιασμένα κλαδιά από τα βάγια. Στη συνέχεια τα μοίραζαν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας, και οι νοικοκυρές τα φίλευαν κουλούρια, αυγά, φουντούκια, καρύδια, βρασμένα καλαμπόκια ή τους έδιναν λίγα γρόσια για φιλοδώρημα. Ίδια κλαδιά μοίραζαν και στις εκκλησίες την Κυριακή των Βαΐων.
Κάθε οικογένεια τοποθετούσε ένα κλαδάκι στο εικονοστάσι για καλή τύχη και θεϊκή προστασία. Την ημέρα αυτή τα παιδιά τραγούσαν το δίστιχο: Βάι Βάι των Βαγιών, εν Κερκέλ' κι εμέν ωβόν.
Τη Μ.Πέμπτη, νωρίς το πρωί, πήγαιναν νηστικοί στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Όταν γύριζαν σπίτι έκαναν γενικό αποδράνισμα και στη συνέχεια έβαφαν τα αυγά. Για το σκοπό αυτό, συνήθως χρησιμοποιούσαν κρεμμυδότσουφλα που έβγαζαν ένα ανοιχτό καφέ χρώμα. Οι γυναίκες πήγαιναν κόκκινα αυγά στην εκκλησία, τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας, τα "ευχίαζε ο ποπάς" και τα έπαιρναν μετά την Ανάσταση. Μερικά, τα έβαφαν με μοβ μελάνι και τα πήγαιναν στο νεκροταφείο τη Δευτέρα του Θωμά. Το πρωί της Μ.Πέμπτης ετοίμαζαν τα "κερκέλια". Ζύμωναν αλεύρι, αυγά και μαγιά σε σχήμα πλεξούδας, την οποία στόλιζαν με αυγά.
Η Μ.Παρασκευή ήταν ημέρα μεγάλου πενθους. Έπαυαν όλες οι εργασίες και από την αρχή της λειτουργίας οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Τα κορίτσια στόλιζαν τον Επιτάφιο με μανουσάκια, κρίνους και τριαντάφυλλα. Το μεσημέρι γινόταν προσκύνημα και το απόγευμα η περιφορά του Επιταφίου. Τα λουλούδια του τα έπαιρναν σπίτι τους και τα φύλαγαν στο εικονοστάσι. Σε πολλές περιοχές γινόταν αγρυπνίες.
Η Ανάσταση στην Ανατολή γινόταν τα βαθιά χαράματα. "Όρθρου βαθέως", κατά το Ευαγγέλιο. Έτσι, το βράδυ του Μ.Σαββάτου συγγεντρώνονταν όλοι στην εκκλησία και μόλις άρχιζε να χαράζει, έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας και ο ιερέας αναφωνούσε το "Χριστός Ανέστη εκ νεκρών". Καθ'όλη τη διάρκεια της ημέρας "εντούναν τα ωβά τουν", από όπου προέκυπτε νικητής αυτός που είχε το πιο γερό αυγό. Εκτός από το τσούγκρισμα, είχαν ως έθιμο και το κύλισμα των αυγών. Διάλεγαν ένα μέρος με κλίση, άφηναν τα αυγά να κυλίσουν και εάν το αυγό τους χτυπούσε κάποιο άλλο, κέρδιζαν.
Το τριήμερο από το Μ.Σάββατο μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα, οι επισκέψεις σε φίλους και συγγενείς ήταν συνεχείς, συνοδευόμενες από λουκούλλεια πασχαλινά φαγοπότια με τραγούδια και χορούς, γιορτάζοντας έτσι το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ''ΔΑΝΕΙΣΤΗΚΑΜΕ'' ΑΠΟ ΤΟΝ
ΣΥΛΛΟΓΟ ΠΟΝΤΙΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ- ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ

τραγούδια της Λαμπρής


Σην Τραπεζούνταν την Λαμπρήν

Σην Τραπεζούνταν την Λαμπρην
και σα καλά τα χρόνεα
τα εκκλησίας έλαμπαν
έμορφα φωταγμένα.

Τ' οσπίτεα εσκουντούλιζαν
άνθεα και μανουσάκεα
τραντάφυλλα, κόκκινα οβά
και τη Λαμπρής τσορέκεα.

Εχέρουμνες την άνοιξην
με το Χριστός Ανέστη
μικροί, τρανοί με την ευχήν
καλά με πολλά τα έτη.


Άγγελος Φωστηρόπουλος, περιοδικό Ποντιακή Εστία,
β' περίοδος Μάιος – Ιούνιος 1975, τεύχος 3ο


Έρθεν οφέτος η Λαμπρήν
Έρθεν οφέτος η Λαμπρήν τον κουκαραν εβγάλτεν,
φετιζνόν κόκκινο οβό ξαν σην Εικόναν βάλτεν.

Ρεφραίν
Την Λαμπρήν χρόνεα πολλά, τρώνε κόκκινα οβά
Την Λαμπρήν Χριστός Ανέστη, όλεν κι Αληθώς Ανέστη.

Έρθεν οφέτος η Λαμπρή και τα καλά ημέρας
θα φορούν και σκεπάουταν τα κορτσόπα τη χώρας.

Ρεφραίν
Χριστός Ανέστη οσήμερον όλ' λάσκουν χαρεμένα
σ' όλεα τα οσπίτεα πίν' και τα πόρτας ανοιγμένα.

Ρεφραίν
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών και θάνατον πατήσας
τον βίο μ' όλεν θα πουλώ και δίγω απ' οπίς ατσς.


Γιώργος Αμαραντίδης (Συμούλτς')
*το παρρόν άρθρο ήταν επιθυμία
ενός από τους αναγνώστες μας.

18 Απριλίου 2009

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ






ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ
ΕΠΙ ΤΗ ΛΑΜΠΡΟΦΟΡΩ ΑΝΑΣΤΑΣΕΙ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


«Ιδού γάρ ημίν παραγέγονεν η ποθεινή καί σωτήριος εορτή, η αναστάσιμος ημέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η της ειρήνης υπόθεσις, η της καταλλαγής αφορμή, η των πολέμων αναίρεσις, η του θανάτου κατάλυσις, η του διαβόλου ήττα».

Αγαπητοί μου αδελφοί,
Μας αξίωσε καί πάλιν, ο φιλάνθρωπος Θεός, μέ αισθήματα πνευματικής ευφροσύνης, νά φθάσουμε στήν κορυφαία καί ευλογημένη αυτή νύχτα της αγίας πίστεώς μας καί νά εορτάσουμε τήν λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου καί Σωτήρος μας Ιησού Χριστού.
Η εμπειρική μαρτυρία της Αναστάσεως πάνω στήν οποία θεμελιώνεται η πίστη μας, χαρίζει ελπίδα καί δύναμη στόν βασανισμένο καί πληγωμένο από τήν αμαρτία άνθρωπο. «Πού σου θάνατε τό κέντρον; Πού σου Άδη τό νίκος;», ρωτά ο Απόστολος Παύλος καί ο ιερός Χρυσόστομος απαντά: «Ανέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι». «Ανέστη Χριστός καί νεκρός ουδείς επί μνήματος». Βιώνοντας μέ τρόπο όχι συναισθηματικό καί επιφανειακό αλλά βαθειά πνευματικό καί εκκλησιαστικό τό γεγονός της Αναστάσεως, ζούμε σέ όλο της τό μεγαλείο, τήν αγάπη του Θεού πού μας ελευθέρωσε από τήν φθορά καί τόν θάνατο καί μας «συνεζωοποίησε» διά του Χριστού σέ μία καινούργια ζωή. Ο θείος Απόστολος καί πνευματικός μας πατέρας καί διδάσκαλος, Παύλος μας βεβαιώνει ότι όπως αναστήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, έτσι θά αναστηθούμε όλοι μας κατά τήν εσχάτη ημέρα.
Ο Χριστός μέ τήν Ανάστασή Του επιβεβαίωσε ότι, η εν πνεύματι Θεού διακηρυχθείσα από τούς προφήτες ανάσταση των νεκρών δέν αποτελούσε μία υποκειμενική μόνο προσδοκία του ανθρώπου, αντίστοιχη μέ τίς μυθολογικές διηγήσεις άλλων θρησκειών, αλλά μία απτή πραγματικότητα της οποίας πρωτεργάτης υπήρξε ο ίδιος, ο «γενόμενος πρωτότοκος εκ των νεκρών» Κύριος. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς, είναι ο γνήσιος δούλος του Θεού, ο νέος γενάρχης των ανθρώπων, ο οποίος σηκώνει θεληματικώς τό βαρύ φορτίο των ανθρωπίνων αμαρτιών «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού», προκειμένου νά εκπληρώσει τήν αιώνια καί μοναδική αποστολή Του, πού είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Ο Χριστός εσταυρώθη γιά τίς αμαρτίες μας καί αναστήθηκε γιά τήν δικαίωσή μας. Ο Κύριός μας αναστήθηκε εκ νεκρών, επιτρέποντας στόν ολόλαμπρο ήλιο της Αναστάσεώς Του νά αναζωογονήσει ολόκληρη τήν κτίση. Γέμισε τόν κόσμο μέ τό φως της δόξης Του καί τήν χαρά του ουρανού, επανέφερε στήν ανθρωπότητα τήν ελπίδα, προσφέροντας τόν Εαυτόν Του, «τόν άρτον τόν εκ του ουρανού καταβάντα», ως φάρμακον αθανασίας καί ζωής.
Ο Αναστάς Κύριος, η ακένωτη πηγή της ζωηφόρου αυτής φωτοπλημμύρας, σκορπίζει φιλοστόργως τό φως της Θεότητός Του σέ ολόκληρο τόν κόσμο καί κατερχόμενος θεοπρεπώς διά του θανάτου Του στόν σκοτεινό Άδη, λαφυραγωγεί τόν θάνατο, καταργεί τήν δύναμη του διαβόλου, καταλύει τήν υπαρξιακή οδύνη, γίνεται ο πρωτότοκος των νεκρών, συνανιστά τόν άνθρωπο καί εγκαινιάζει τήν απαρχή μιάς καινούργιας ζωής. Μετά τήν Ανάσταση του Κυρίου όλα είναι πλέον νέα.
Η εφετεινή Ανάσταση, αδελφοί μου, εορτάζεται μέσα σέ ένα κλίμα έντονης αγωνίας, ανασφάλειας, αβεβαιότητος, δυσαρέστων καταστάσεων πού πλήττουν τίς αντοχές της κοινωνίας μας. Αυτή η θλιβερή πραγματικότητα είναι όμως η αναπόδραστη συνέπεια της πνευματικής καί ηθικής παρακμής της κοινωνίας μας, πού επιλέγει νά ζεί, μέσα σέ μία παραζάλη εγωϊσμού καί αλαζονείας, μία ζωή χωρίς τό Χριστό. Τά πιεστικά σημερινά προβλήματα, πού είναι πνοές θανάτου, φανερώνουν μέ τόν τραγικότερο τρόπο τήν προσωπική μας παταγώδη αποτυχία νά δημιουργήσουμε έναν καλύτερο κόσμο, βασισμένο στίς αξίες της αγάπης, της πίστεως, της δικαιοσύνης, της αρετής, της συνέπειας, της ειρήνης, της ανεκτικότητος, της συγχωρητικότητος καί της αλληλεγγύης, πού νοηματοδοτούνται αυθεντικώς από τόν Σταυρό, τήν λυτρωτική θυσία καί τήν Ανάσταση του Κυρίου μας. Η πνευματική ανεστιότητα, η οικονομική κρίση, η ανεργία, η παραβατικότητα, η αυξανόμενη βία, ο αχαλίνωτος ευδαιμονισμός, η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, η απαξίωση αξιών καί θεσμών καί άλλα φαινόμενα παρακμιακής συμπεριφοράς, συνεχώς διογκώνονται καί απειλούν τό ανθρώπινο οικοδόμημα. Οι νουνεχείς άνθρωποι δίκαια διερωτώνται. Πού πάμε; Υπάρχει ελπίδα;
Η απάντηση πού δίνει μέ τήν Ανάστασή Του ο Κύριος είναι καταφατική. Ναί, υπάρχει ελπίδα! Μέ τή χάρη του Αναστάντος Κυρίου μας, όλα μπορούν νά διορθωθούν αρκεί καί εμείς νά τό θελήσουμε. Τό μόνο πού απαιτείται γιά νά βγούμε από τόν στροβιλώδη καί καταιγιστικό φαύλο κύκλο της αλογίας καί του κάθε λογής θανάτου, είναι νά λάβουμε γενναίες αποφάσεις ζωής, αποφάσεις μετανοίας, καί νά νοηματοδοτήσουμε τήν ζωή μας μέ τίς ακατάλυτες αρχές της χριστιανικής πίστεως, πού διαμορφώνουν πραγματικά αυθεντικούς ανθρώπους. Βιώνοντας μέ πίστη τό αναστάσιμο λυτρωτικό γεγονός, οι όποιες συνθήκες του επί γης βίου μας αποκτούν μία εντελώς διαφορετική προοπτική διότι «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου τήν καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν». Η σκληρή πραγματικότητα της ζωής μας μέσα στόν σύγχρονο κόσμο, οι πολλές καί πιεστικές μέριμνες της ζωής, οι πειρασμοί καί οι θλίψεις, δέν θά πρέπει νά μας απομακρύνουν άπό τόν δρόμο της συναντήσεώς μας μέ τόν Χριστό. Στά προβλήματα της ζωής ο άνθρωπος αντιπαραβάλλει τήν πίστη στόν Αναστάντα Κύριο, γεγονός πού γεννά τήν ελπίδα, χαλυβδώνει τήν υπομονή καί τήν καρτερία, εμπνέει τό αγωνιστικό φρόνημα, ισχυροποιεί τίς αντοχές μας, διανοίγει προοπτικές ζωής αιωνίου. Η νίκη ανήκει στόν Χριστό καί σέ όσους ακολουθον τόν Χριστό. Η Εκκλησία μας δέν θά σταματήσει ποτέ νά μάς καλεί ελευθέρως νά λάβουμε γιά τήν ζωή μας, φως εκ του Ανεσπέρου Φωτός, πού εκπηγάζει από τό ζωηφόρο μνήμα του Αναστάντος Χριστού.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Η Ανάσταση του Κυρίου συνιστά πρωτίστως μία νέα αρχή. Είναι αυτό πού χρειάζεται σήμερα ο κόσμος. Νέα αρχή, αφύπνιση, ανάσταση, κίνηση πρός τά άνω. Αυτή η κορυφαία εορτή λοιπόν της καινής κτίσεως,
πού γιορτάζεται μέσα στήν Εκκλησία μας, δέν μπορεί παρά νά αποτελεί καί τήν αφετηρία μιάς καινούργιας πορείας γιά τόν καθένα μας. Η θεία καί γλυκυτάτη φωνή του Αναστάντος Κυρίου πού χαρίζει τήν ειρήνη, τήν συγγνώμη, καί γαληνεύει τήν σύγχυση, τόν φόβο καί τήν ταραχή, αποτελεί τελικά τόν μόνο ασφαλή οδηγό καί οδοδείκτη της ζωής, τό έσχατο καί τό αληθινό νόημα του κόσμου καί της υπάρξεώς μας. Ο Κύριος μάς καλεί νά συμπορευθούμε μαζί Του γιά νά υπερβούμε τά όρια της φθαρτής ζωής μας καί νά περάσουμε μαζί Του στήν αιώνια δόξα καί στήν χαρά της βασιλείας Του.
Εύχομαι, μέσα από τήν ψυχή μου, τό εφετεινό Πάσχα νά είναι ΄
όντως Πάσχα ζωής, δηλαδή πραγματικό πέρασμα από τόν κάθε λογής θάνατο στήν πραγματική ζωή. Είθε τούτο τό Πάσχα νά γίνει η απαρχή μιας νέας αναστάσιμης πορείας γιά όλους μας.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ




Διάπυρος πρός τόν Αναστάντα Κύριον ευχέτης σας
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Ο ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ


πηγή:

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

«Τῶ Αγίω καὶ Μεγάλω Σαββάτω,
τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς Ἄδου Κάθοδον
τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν
δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν,
πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε».

Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, αφότου εξέπνευσε ο Κύριος επί του σταυρού, έπρεπε να ταφεί και μάλιστα βιαστικά, διότι όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής οι Ιουδαίοι «ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν» (Ιωάν.19: 31). Οι στρατιώτες με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει.

«ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ιωάν.19:33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός.

Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20:19). Όμως ήταν αδύνατο σ’ αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο να τους δοθεί η άδεια της ταφής.

Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου» (Μάρκ.15: 43-46).

Τότε μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Χριστού μέχρι την Τρίτη ημέρα, διότι, όπως έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές του κλέψουν την νύχτα το σώμα του Ιησού και κηρύξουν κατόπιν στο λαό ότι αναστήθηκε, όπως προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμα ζούσε. Και τότε η πλάνη αυτή θα είναι χειρότερη από την πρώτη».

Ο Πιλάτος, αφού τους άκουσε, έδωσε την άδεια και πήγαν και ασφράγισαν τον τάφο. Για ασφάλεια, τοποθέτησαν και μια φρουρά από στρατιώτες και αποχώρησαν.


Κοντάκιον

«Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνη καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι. Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ὧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος».

«Αυτός που περιόρισε την απέραντη θάλασσα, παρουσιάζεται τώρα νεκρός. Αυτός ο Αθάνατος αφού τυλίχθηκε με σεντόνι κι αλείφθηκε με μύρα, τοποθετήθηκε σε μνήμα σαν θνητός. Και κάποιες γυναίκες ήλθαν να τον αλείψουν με αρώματα, κλαίγοντας πικρά και φωνάζοντας: Αυτό το Σάββατο είναι το ευλογημένο, γιατί σ’ αυτό ο Χριστός αφού κοιμήθηκε σα νεκρός, σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί».


Ὁ Οἶκος

«Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῶ φόβω συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεώχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. Ἅδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι. Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ὧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος».

«Αυτός που συγκρατεί τα σύμπαντα υψώθηκε πάνω στο Σταυρό, και όλη η κτίση θρηνεί καθώς τον βλέπει να κρέμεται γυμνός πάνω στο ξύλο. Ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του, και τα άστρα έχασαν το φως τους. Η γη σείστηκε γεμάτη φόβο, η θάλασσα αποσύρθηκε και οι πέτρες έσπαζαν. Πολλοί τάφοι άνοιξαν και αναστήθηκαν σώματα αγίων ανδρών. Ο άδης κάτω (στο βασίλειό του) στενάζει και οι Ιουδαίοι σκέπτονται να διαδώσουν συκοφαντίες ότι είναι ψέμα η ανάσταση του Χριστού, οι γυναίκες δε επιμένουν να φωνάζουν: Αυτό το Σάββατο είναι το ευλογημένο, γιατί σ’ αυτό ο Χριστός αφού κοιμήθηκε σα νεκρός σε τρεις μέρες θα αναστηθεί».

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ΄

«Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελῶν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρά, εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῶ κηδεύσας ἀπέθετο».


Μετάφρασις


«Ο ευγενής (επίσημος) Ιωσήφ, αφού κατέβασε απ’ το ξύλο του Σταυρού το αμόλυντο Σώμα Σου κι αφού το τύλιξε με καθαρό σεντόνι και το άλειψε με αρώματα το κήδευσε και το τοποθέτησε σε καινούργιο μνήμα».



«Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας, τὴ ἀστραπὴ τῆς θεότητος, ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεώτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον. Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοί».

«Όταν κατέβηκες στο βασίλειο του θανάτου, Εσύ που είσαι η αθάνατη ζωή, τότε νέκρωσες τον άδη με τη λάμψη της Θεότητάς Σου. Όταν δε ανέστησες από τα βάθη της γης τους πεθαμένους, τότε όλες οι ουράνιες Αγγελικές Δυνάμεις εφώναζαν: Δόξα σ’ Εσένα Χριστέ, ο Θεός μας, που δίνεις τη ζωή».

«Ταὶς Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα. Τὰ μύρα τοὶς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστὸς δὲ διαφθορὰς ἐδείχθη ἀλλότριος».

«Ο άγγελος, που είχε σταθεί κοντά στο μνήμα φώναξε στις μυροφόρες γυναίκες: Τα αρώματα ταιριάζουν στους θνητούς. Ο Χριστός όμως αποδείχτηκε τελείως ξένος προς τη φθορά (που υφίστανται οι θνητοί).».

Ευαγγελικόν ανάγνωσμα:
- εις τον Όρθρον: Ματθ. 27: 62-66
- εις την Ματθ. 25: 1-20

www.xfe.gr

17 Απριλίου 2009

Η Ζωή έν Τάφω




















*Μεγάλη Παρασκευή βράδυ (17-04-09)
περιφορά του Επιταφίου & η εκκλησία
Ακροπόταμος Θεσ/νίκης
φωτο-λήψη: Λιβάρδας Χαρίλαος

Ο επιτάφιος θρήνος


Η πιο "θλιμμένη" ημέρα του χρόνου.

Η Μεγάλη Παρασκευή, είναι ημέρα απόλυτης αργίας και νηστείας.

Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η Αποκαθήλωση. Στις εκκλησίες οι γυναίκες στολίζουν τον επιτάφιο η περιφορά του οποίου, θα γίνει το βράδυ, σε όλες τις εκκλησίες της χώρας.

Πλήθος κόσμου το βράδυ θα ακολουθήσει τον επιτάφιο της γειτονιάς του. Καθ΄όλη τη διάρκεια της μέρας οι καμπάνες στις εκκλησίες ηχούν πένθιμα.

Το άψυχο σώμα του Ιησού βρίσκεται στον Σταυρό στο λόφο του Γολγοθά.

Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, κρυφός μαθητής του Ιησού, ζήτησε από τον Πιλάτο να πάρει το Σώμα Του και να το ενταφιάσει.

Η άδεια δόθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο. Μυροφόρες άλειψαν το Σώμα του με μύρο και το τύλιξαν σε ένα σεντόνι.

Στη συνέχεια ενταφίασαν το Σώμα Του σε έναν τάφο λαξευμένο σε βράχο.

Ο τάφος κλείστηκε με μια μεγάλη πέτρα και φυλασσόταν από Ρωμαίους στρατιώτες καθώς οι Αρχιερείς φοβόντουσαν ότι οι μαθητές του θα κλέψουν το Σώμα και θα κάνουν λόγο για Ανάσταση του Χριστού, όπως ήδη είχε προαναγγείλει ο Ιησούς, ενώ βρισκόταν στη ζωή.



Επιμέλεια:Βασίλης Ντέτσικας - 17/04/2009 http://www.skai.gr/


Τα Εγκώμια

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.

Ἡ ζωὴ πῶς θνῄσκεις; πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ, καὶ τοῦ ᾅδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾶς.

Μεγαλύνομέν σε, Ἰησοῦ Βασιλεῦ, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν καὶ τὰ Πάθη σου, δι' ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς.

Μέτρα γῆς ὁ στήσας, ἐν σμικρῷ κατοικεῖς, Ἰησοῦ παμβασιλεῦ τάφῳ σήμερον, ἐκ μνημάτων τοὺς θανόντας ἀνιστῶν.

Ἰησοῦ Χριστέ μου, Βασιλεῦ τοῦ παντός, τί ζητῶν τοῖς ἐν τῷ ᾅδῃ ἐλήλυθας; ἢ τὸ γένος ἀπολῦσαι τῶν βροτῶν.

Ὁ Δεσπότης πάντων, καθορᾶται νεκρός, καὶ ἐν μνήματι καινῷ κατατίθεται, ὁ κενώσας τὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν.

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ, καὶ θανάτῳ σου τὸν θάνατον ὤλεσας, καὶ ἐπήγασας τῷ κόσμῳ, τὴν ζωήν.

Μετὰ τῶν κακούργων, ὡς κακοῦργος Χριστέ, ἐλογίσθης δικαιῶν ἡμᾶς ἅπαντας, κακουργίας τοῦ ἀρχαίου πτερνιστοῦ.

Ὁ ὡραῖος κάλλει, παρὰ πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὠραΐσας τοῦ παντός.

ᾍδης πῶς ὑποίσει, Σῶτερ παρουσίαν τὴν σήν, καὶ μὴ θᾶττον συνθλασθείη σκοτούμενος, ἀστραπῆς φωτός σου αἴγλη ἐκτυφλωθείς;

Ἰησοῦ γλυκύ μοι, καὶ σωτήριον φῶς, τάφῳ πῶς ἐν σκοτεινῷ κατακέκρυψαι; ὢ ἀφάτου, καὶ ἀρρήτου ἀνοχῆς!

Ἀπορεῖ καὶ φύσις, νοερὰ καὶ πληθύς, ἡ ἀσώματος Χριστὲ τὸ μυστήριον, τῆς ἀφράστου καὶ ἀρρήτου σου ταφῇς.

Ἡ Ζωὴ θανάτῳ, θαῦμα! Πῶς ὁμιλεῖ; Πῶς θανάτῳ καταργεῖται ὁ θάνατος; ἐκ θανόντος πῶς πηγάζει δὲ ζωή;

Ὢ θαυμάτων ξένων! ὢ πραγμάτων καινῶν! Ὁ πνοῆς μοι χορηγὸς ἄπνους φέρεται, κηδευόμενος χερσὶ τοῦ Ἰωσήφ.

Καὶ ἐν ταφῶ ἔδυς, καὶ τῶν κόλπων, Χριστέ, τῶν πατρῴων οὐδαμῶς ἀπεφοίτησας· τοῦτο ξένον καὶ παράδοξον ὁμοῦ.

Ἀληθὴς καὶ πόλου, καὶ τῆς γῆς Βασιλεύς, εἰ καὶ τάφῳ σμικροτάτῳ συγκέκλεισαι, ἐπεγνώσθης πάσῃ κτίσει Ἰησοῦ.

Σοῦ τεθέντος τάφῳ, πλαστουργέτα Χριστέ, τὰ τοῦ ᾅδου ἐσαλεύθη θεμέλια, καὶ μνημεῖα ἠνεῴχθη τῶν βροτῶν.

Ὁ τὴν γῆν κατέχων, τῇ δρακὶ νεκρωθείς, σαρκικῶς ὑπὸ τῆς γῆς νῦν συνέχεται, τοὺς νεκροὺς λυτρῶν τῆς ᾅδου συνοχῆς.

Ἐκ φθορᾶς ἀνέβη, ἡ ζωή μου Σωτήρ, σοῦ θᾳνόντος καὶ νεκροῖς προσφοιτήσαντος, καὶ συνθλάσαντος τοῦ ᾅδου τοὺς μοχλούς.

Ὡς φωτὸς λυχνία, νῦν ἡ σὰρξ τοῦ Θεοῦ, ὑπὸ γῆν ὡς ὑπὸ μόδιον κρύπτεται, καὶ διώκει τὸν ἐν ᾅδῃ σκοτασμόν.

Νοερῶν συντρέχει, στρατιῶν ἡ πληθύς, Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμῳ συστεῖλαί σε, τὸν ἀχώρητον ἐν μνήματι σμικρῶ.

Νεκρωθεὶς βουλήσει, καὶ τεθεὶς ὑπὸ γῆν, ζωοβρύτα Ἰησοῦ μου ἐζώωσας, νεκρωθέντα παραβάσει με πικρᾷ.

Ἠλλοιοῦτο πᾶσα, κτίσις πάθει τῷ σῷ· πάντα γάρ σοι, Λόγε συνέπασχον, συνοχέα σε γινώσκοντα παντός.

Τῆς ζωῆς τὴν πέτραν ἐν κοιλίᾳ λαβών, ᾅδης ὁ παμφάγος ἐξήμεσεν, ἐξ αἰῶνος οὕς κατέπιε νεκρούς.

Ἐν καινῷ μνημείῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ τὴν φύσιν τῶν βροτῶν ἀνεκαίνισας, ἀναστὰς θεοπρεπῶς ἐκ τῶν νεκρῶν.

Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ· καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις ᾅδου κατελήλυθας ζητῶν.

Συγκλονεῖται φόβῳ, πᾶσα Λόγε ἡ γῆ, καὶ φωσφόρος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, τοῦ μεγίστου γῇ κρυβέντος σου φωτός.

Ὡς βροτὸς μὲν θνῄσκεις, ἐκουσίως Σωτήρ, ὡς Θεὸς δὲ τοὺς θνητοὺς ἐξανέστησας, ἐκ μνημάτων καὶ βυθοῦ ἁμαρτιῶν.

Δακρυῤῥόους θρήνους, ἐπί σε ἡἉγνή, μητρικῶς ὦ Ἰησοῦ ἐπιῤῥαίνουσα, ἀνεβόα· πῶς κηδεύσω σε Υἱέ;

Ὥσπερ σίτου κόκκος, ὑποδὺς κόλπους γῆς, τὸν πολύχουν ἀποδέδωκας ἄσταχυν, ἀναστήσας τοὺς βροτοὺς τοὺς ἐξ, Ἀδάμ.

Ὑπὸ γῆν ἐκρύβης, ὥσπερ ἥλιος νῦν, καὶ νυκτὶ τῇ τοῦ θανάτου κεκάλυψαι· ἀλλ' ἀνάτειλον φαιδρότερον Σωτήρ.

Ὡς ἡλίου δίσκον, ἡ σελήνη Σωτήρ, ἀποκρύπτει, καί σε τάφος νῦν ἔκρυψεν, ἐκλιπόντα τοῦ θανάτου σαρκικῶς.

Ἡ ζωὴ θανάτου, γευσαμένη Χριστός, ἐκ θανάτου τοὺς βροτοὺς ἠλευθέρωσε, καὶ τοῖς πᾶσι νῦν δωρεῖται τὴν ζωήν.

Νεκρωθέντα πάλαι, τὸν Ἀδὰμ φθονερῶς, ἐπανάγεις πρὸς ζωὴν τῇ νεκρώσει σου, νέος Σῶτερ ἐν σαρκὶ φανεὶς Ἀδὰμ.

Νοεραί σε τάξεις, ἠπλωμένον νεκρόν, καθορῶσαι δι' ἡμᾶς ἐξεπλήττοντο, καλυπτόμεναι ταῖς πτέρυξι Σωτήρ.

Καθελών σε Λόγε, ἀπὸ ξύλου νεκρόν, ἐν μνημείῳ Ἰωσὴφ νῦν κατέθετο· ἀλλ' ἀνάστα σῴζων πάντας ὡς Θεός.

Τῶν Ἀγγέλων Σῶτερ, χαρμονὴ πεφυκώς, νῦν καὶ λύπης τούτοις γέγονας αἴτιος, καθορώμενος σαρκὶ ἄπνους νεκρός.

Ὑψωθεὶς ἐν ξύλῳ, καὶ τοὺς ζῶντας βροτούς, συνυψοῖς· ὑπὸ τὴν γῆν δὲ γενόμενος, τοὺς κειμένους δ' ὑπ' αὐτὴν ἐξανιστᾶς.

Ὥσπερ λέων Σῶτερ, ἀφυπνώσας σαρκί, ὡς τις σκύμνος ὁ νεκρὸς ἐξανίστασαι, ἀποθέμενος τὸ γῆρας τῆς σαρκός.

Τὴν πλευρὰν ἐνύγης, ὁ πλευρὰν εἰληφὼς, τοῦ Ἀδὰμ ἐξ ἧς τὴν Εὔαν διέπλασας, καὶ ἐξέβλυσας κρουνοὺς καθαρτικούς.

Ἐν κρυπτῷ μὲν πάλαι, θύεται ὁ ἀμνός· σὺ δ' ὑπαίθριος τυθείς, ἀνεξίκακε, πᾶσαν κτίσιν ἀπεκάθηρας Σωτήρ.

Τὶς ἐξείποι τρόπον, φρικτὸν ὄντως καινόν; ὁ δεσπόζων γὰρ τῆς Κτίσεως σήμερον, πάθος δέχεται, καὶ θνῄσκει δι' ἡμᾶς.

Ὁ ζωῆς ταμίας, πῶς ὁρᾶται νεκρός; ἐκπληττόμενοι οἱ Ἄγγελοι ἔκραζον· πως δ' ἐν μνήματι συγκλείεται Θεός;

Λογχονύκτου Σῶτερ, ἐκ πλευρᾶς σου ζωήν, τῇ ζωῇ τῇ ἐκ ζωῆς ἐξωσάσῃ με, ἐπιστάζεις καὶ ζωοῖς με σὺν αὐτῇ.

Ἁπλωθεὶς ἐν ξύλῳ, συνηγάγω βροτούς· τὴν πλευράν σου δὲ νυγεὶς τὴν ζωήῤῥητον, πᾶσιν ἄφεσιν πηγάζεις Ἰησοῦ.

Ὁ εὐσχήμων Σῶτερ, σχηματίζει φρικτῶς, καὶ κηδεύει ὡς νεκρὸν εὐσχημόνως σε, καὶ θαμβεῖται σου τὸ σχῆμα τὸ φρικτόν.

Ὑπὸ γῆν βουλήσει, κατελθὼν ὡς θνητός, ἐπανάγεις ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια, τοὺς ἐκεῖθεν πεπτωκότας Ἰησοῦ.

Κἄν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, ἐπανάγεις ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια, τοὺς ἐκεῖθεν πεπτωκότας Ἰησοῦ.

Κἄν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, τὸν ἐμὸν ἀπονεκρώσας νεκρωτήν.

Ὢ χαρᾶς ἐκείνης! ὢ πολλῆς ἡδονῆς! ἧσπερ τοὺς ἐν ᾅδῃ πεπλήρωκας, ἐν πυθμέσι φῶς ἀστράψας ζοφεροῖς.

Προσκυνῶ τὸ Πάθος, ἀνυμνῶ τὴν Ταφήν, μεγαλύνω σου τὸ κράτος Φιλάνθρωπε, δι' ὧν λέλυμαι παθῶν φθοροποιῶν.

Κατά σου ῥομφαῖα, ἐστιλβοῦτο Χριστέ, καὶ ῥομφαῖα ἰσχυροῦ μὲν ἀμβλύνεται, καὶ ῥομφαῖα δὲ τροποῦται τῆς Ἐδέμ.

Ἡ Ἀμνὰς τὸν Ἄρνα, βλέπουσα ἐν σφαγῇ, ταῖς αἰκίσι βαλλομένη ἠλάλαζε, συγκινοῦσα καὶ τὸ ποίμνιον βοᾶν.

Κἄν ἐνθάπτη τάφῳ, κἄν εἰς Ἅδου μολῇς, ἀλλὰ Σῶτερ καὶ τοὺς τάφους ἐκένωσας, καὶ τὸν ᾅδην ἀπεγύμνωσας, Χριστέ.

Ἐκουσίως Σῶτερ, κατελθὼν ὑπὸ γῆν, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, καὶ ἀνήγαγες ἐν δόξῃ πατρικῇ.

Τῆς Τριάδος ὁ εἷς, ἐν σαρκὶ δι' ἡμᾶς, ἐπονείδιστον ὑπέμεινε θάνατον· φρίττει ἥλιος, καὶ τρέμει δὲ ἡ γῆ.

Ὡς πικρᾶς ἐκ κρήνης, τῆς Ἰούδα φυλῆς, οἱ ἀπόγονοι ἐν λάκκῳ κατέθεντο, τὸν τροφέα μανναδότην Ἰησοῦν.

Ὁ Κριτὴς ὡς κριτὸς, πρὸ Πιλάτου κριτοῦ, καὶ παρίστατο καὶ θάνατον ἄδικον, κατεκρίθη διὰ ξύλου σταυρικοῦ.

Ἀλαζὼν Ἰσραήλ, μιαιφόνε λαέ, τι παθὼν τὸν Βαραββὰν ἠλευθέρωσας; τὸν Σωτῆρα δὲ παρέδωκας Σταυρῷ;

Ὁ χειρί σου πλάσας, τὸν Ἀδὰμ ἐκ τῆς γῆς, δι' αὐτὸν τῇ φύσει γέγονας ἄνθρωπος, καὶ ἐσταύρωσαι βουλήματι τῷ σῷ.

Ὑπακούσας Λόγε, τῷ ἰδίῳ Πατρί, μέχρις ᾅδου τοῦ δεινοῦ καταβέβηκας, καὶ ἀνέστησας τὸ γένος τῶν βροτῶν.

Οἴμοι φῶς τοῦ Κόσμου! οἴμοι φῶς τὸ ἐμόν! Ἰησοῦ μου ποθεινότατε ἔκραζεν, ἡ Παρθένος θρηνῳδοῦσα γοερῶς.

Φθονουργέ, φονουργέ, καὶ ἀλάστορ λαέ, κἄν σινδόνας καὶ αὐτὸ τὸ σουδάριον, αἰσχύνθητι, ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ.

Δεῦρο δὴ μιαρέ, φονευτὰ μαθητά, καὶ τὸν τρόπον τῆς κακίας σου δεῖξόν μοι, δι' ὃν γέγονας προδότης τοῦ Χριστοῦ.

Ὡς φιλάνθρωπός τις, ὑποκρίνῃ μωρὲ καὶ τυφλὲ πανωλεθρότατε ἄσπονδε, ὁ τὸ μύρον πεπρακὼς διὰ τιμῆς.

Οὐρανίου μύρου, ποίαν ἔσχες τιμήν; τοῦ τιμίου τι ἐδέξω ἀντάξιον; λύσσαν εὗρες καταρώτατε σατάν.

Εἰ φιλόπτωχος εἶ, καὶ τὸ μύρον λυπῇ, κενουμένου εἰς ψυχῆς ἱλαστήριον, πῶς χρυσῷ ἀπεμπολεῖς τὸν Φωταυγῆ;

Ὦ Θεὲ καὶ Λόγε, ὢ χαρὰ ἡ ἐμή, πῶς ἐνέγκω σου ταφὴν τὴν τριήμερον νῦν σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα μητρικῶς.

Τίς μοι δώσει ὕδωρ, καὶ δακρύων πηγάς, ἡ Θεόνυμφος Παρθένος ἐκραύγαζεν, ἵνα κλαύσω τὸν γλυκύν μου Ἰησοῦν;

Ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι, καὶ ἀνθρώπων πληθύς, κλαύσατε καὶ πάντα θρηνήσατε, σὺν ἐμοὶ τῇ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μητρί.

Πότε ἴδω Σῶτέρ, σε τὸ ἄχρονον φῶς, τὴν χαρὰν καὶ ἡδονὴν τῆς καρδίας μου; ἡ Παρθένος ἀνεβόα γοερῶς.

Κἄν ὡς πέτρα Σῶτερ, ἡ ἀκρότομος σὺ, κατεδέξω τὴν τομήν, ἀλλ' ἐπήγασας, ζῶν τὸ ῥεῖθρον ὡς πηγὴ ὤν τῆς ζωῆς.

Ὡς ἐκ κρήνης μιᾶς, τὸν διπλοῦν ποταμόν, τῆς πλευρᾶς σου προχεούσης ἀρδόμενοι, τὴν ἀθάνατον καρπούμεθα ζωήν.

Θέλων ὤφθης Λόγε, ἐν τῷ τάφῳ νεκρός, ἀλλὰ ζῇς, καὶ τοὺς βροτοὺς ὡς προείρηκας, ἀναστάσει σου Σωτήρ μου ἐγερεῖς.

Δόξα...

Ἀνυμνοῦμεν Λόγε σε τὸν πάντων Θεόν, σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι, καὶ δοξάζομεν τὴν θείαν σου Ταφήν.

Καὶ νῦν...

Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε ἁγνή, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν τὴν τριήμερον, τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ ἡμῶν πιστῶς.

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.



ΣΤΑΣIΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν πάντων Κτίστην· τοῖς σοῖς γὰρ παθήμασιν ἔχομεν, τὴν ἀπάθειαν ῥυσθέντες τῆς φθορᾶς.

Ἔφριξεν ἡ γῆ, καὶ ὁ ἥλιος Σῶτερ ἐκρύβη, σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς Χριστέ, ἐν τῷ τάφῳ δύντος νῦν σωματικῶς.

Ὕπνωσας, Χριστέ, τὸν φυσίζωον ὕπνον ἐν τάφῳ, καὶ βαρέως ὕπνου ἐξήγειρας, τοῦ τῆς ἁμαρτίας, τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος.

Μόνη γυναικῶν, χωρὶς πόνων ἔτεκόν σε Τέκνον, πόνους δὲ νῦν φέρω πάθει τῷ σῷ, ἀφορήτους, ἀνεβόα ἡ Σεμνή.

Ἄνω σε Σωτήρ, ἀχωρίστως τῷ Πατρὶ συνόντα, κάτω δὲ νεκρὸν ἠπλωμένον γῆ, καθορῶντα φρίττει νῦν τὰ Σεραφίμ.

Ρήγνυται ναοῦ, καταπέτασμα τῇ σῇ Σταυρώσει, κρύπτουσι φωστῆρες Λόγε τὸ φῶς, σου κρυβέντος τοῦ ἡλίου ὑπὸ γῆν.

Γῆς ὁ καταρχάς, μόνῳ νεύματι πήξας τὸν γῦρον, ἄπνους ὡς βροτὸς καθυπέδυ γῆν· τῷ θεάματι δε φρῖξον οὐρανέ.

Ἔδυς ὑπὸ γῆν ὁ τὸν ἄνθρωπον χειρί σου πλάσας, ἴν' ἐξαναστήσῃς τοῦ πτώματος, τῶν βροτῶν τὰ στίφη, πανσθενεστάτῳ κράτει.

Θρῆνον ἱερόν, δεῦτε ᾄσωμεν Χριστῷ θανόντι, ὡς αἱ Μυροφόροι γυναῖκες πρίν, ἵν' ἀκούσωμεν τὸ Χαῖρε σὺν αὐταῖς.

Μύρον ἀληθῶς, σὺ ἀκένωτον ὑπάρχεις Λόγε· ὅθεν σοι καὶ μύρα προσέφερον, Μυροφόροι σοι τῷ ζῶντι, ὡς νεκρῷ.

ᾍδου μὲν ταφείς, τὰ βασίλεια Χριστὲ συντρίβεις, θάνατον θανάτῳ δὲ θανατοῖς, καὶ φθορᾶς λυτροῦσαι τοὺς γηγενεῖς.

Ρεῖθρα τῆς ζωῆς, ἡ προχέουσα Θεοῦ σοφία, τάφον ὑπεισδῦσα ζωοποιεῖ, τοὺς ἐν τοῖς ἀδύτοις ᾅδου μυχοῖς.

Ἵνα τὴν βροτῶν, καινουργήσω συντριβεῖσαν φύσιν, πέπληγμαι θανάτῳ θέλων σαρκί. Μῆτερ οὖν μὴ κόπτου τοῖς ὀδυρμοῖς.

Ἔδυς ὑπὸ γῆν, ὁ φωσφόρος τῆς δικαιοσύνης καὶ νεκροὺς ὥσπερ ἐξ ὕπνου ἐξήγειρας, ἐκδιώξας ἅπαν, τὸ ἐν τῷ ᾅδῃ σκότος.

Κόκκος διφυὴς, ὁ φυσίζωος ἐν γῆς λαγόσι, σπείρεται σὺν δάκρυσι σήμερον, ἀλλ' ἀναβλαστήσας, Κόσμον χαροποιήσει.

Ἔπτηξεν Ἀδάμ, Θεοῦ βαίνοντος ἐν Παραδείσῳ, χαίρει δὲ πρὸς Ἅδην φοιτήσαντος, πεπτωκὸς τὸ πρώην, καὶ νῦν ἐξεγερθείς.

Σπένδει σοι χοὰς, ἡ τεκοῦσά σε Χριστὲ δακρύων, σαρκικῶς κατατεθέντι ἐν μνήματι, ἐκβοῶσα, Τέκνον, ἀνάστα ὡς προέφης.

Τάφῳ Ἰωσήφ, εὐλαβῶς σε τῷ καινῷ συγκρύπτων, ὕμνους ἐξοδίους θεοπρεπεῖς, τοῖς συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι Σωτήρ.

Ἥλοις σε Σταυρῷ, πεπαρμένον ἡ σὴ Μήτηρ Λόγε, βλέψασα τοῖς ἥλοις λύπης πικρᾶς, βέβληται καὶ βέλεσι τὴν ψυχήν.

Σὲ τὸν τοῦ παντός γλυκασμὸν ἡ Μήτηρ καθορῶσα, πόμα ποτιζόμενον τὸ πικρP?57;ν, βρέχει δάκρυσι τὰς ὄψεις γοερῶς.

Τέτρωμαι δεινῶς, καὶ σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα Λόγε, βλέπουσα σφαγήν σου τὴν ἄδικον, ἡ Παρθένος ἀνεβόα ἐν κλαυθμῷ.

Ὄμμα τὸ γλυκύ, καὶ τὰ χείλη σου πῶς μύσω Λόγε; πῶς νεκροπρεπῶς δὲ κηδεύσω σε; Μετὰ φρίκης ἀνεβόα Ἰωσήφ.

Ὕμνους Ἰωσήφ, καὶ Νικόδημος ἐπιταφίους, ᾄδουσι Χριστῷ νεκρωθέντι νῦν· σὺν αὐτοῖς δὲ μελωδεῖ τὰ Σεραφίμ.

Δύνεις ὑπὸ γῆν, Σῶτερ Ἥλιε δικαιοσύνης· ὅθεν ἡ τεκοῦσα Σελήνη σε, ταῖς λύπαις ἐκλείπει, σῆς θέας στερουμένη.

Ἔφριξεν ὁρῶν, Σῶτερ, ᾍδης σε τὸν ζωοδότην, πλοῦτον τὸν ἐκείνου σκυλεύοντα, καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος, νεκροὺς ἐξανιστῶντα.

Ἥλιος φαιδρόν, ἀπαστράπτει μετὰ νύκτα Λόγε· καὶ σῦ δ' ἀναστὰς ἐξαστράψειας, μετὰ θάνατον φαιδρῶς ὡς ἐκ παστοῦ.

Γῆ σε πλαστουργέ, ὑπὸ κόλπους δεξαμένη τρόμῳ, συσχεθεῖσα Σῶτερ τινάσσεται, ἀφυπνώσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ.

Μύροις σε Χριστέ, ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Εὐσχήμων, νῦν καινοπρεπῶς περιστείλαντες, ἀνεβόων· φρῖξον, ἅπασα ἡ γῆ.

Ἔδυς Φωτουργέ, καὶ συνέδυ σοι τὸ φῶς ἡλίου· τρόμω δὲ ἡ κτίσις συνέχεται, πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.

Λίθος λαξευτὸς τὸν ἀκρόγωνον καλύπτει λίθον· ἄνθρωπος θνητὸς δ' ὡς θνητὸν Θεόν, κρύπτει νῦν τῷ τάφῳ· φρῖξον ἡ γῆ!

Ἴδε Μαθητήν, ὃν ἠγάπησας καὶ σὴν Μητέρα, Τέκνον, καὶ φθογγὴν δὸς γλυκύτατον, ἀνεβόα θρηνῳδοῦσα ἡ Ἁγνή.

Σὺ ὡς ὤν ζωῆς, χορηγὸς Λόγε τοὺς Ἰουδαίους, ἐν Σταυρῷ ταθεὶς οὐκ ἐνέκρωσας, ἀλλ' ἀνέστησας καὶ τούτων τοὺς νεκρούς.

Κάλλος Λόγε πρίν, οὐδὲ εἶδος ἐν τῷ πάσχειν ἔσχες, ἀλλ' ἐξαναστὰς ὑπερέλαμψας, καλλωπίσας τοὺς βροτοὺς θείαις αὐγαῖς.

Ἔδυς τῇ σαρκί, ὁ ἀνέσπερος εἰς γῆν φωσφόρος· καὶ μὴ φέρων βλέπειν ὁ ἥλιος, ἐσκοτίσθη μεσημβρίας ἐν ἀκμῇ.

Ἥλιος ὁμοῦ, καὶ σελήνη σκοτισθέντες Σῶτερ, δούλους εὐνοοῦντας εἰκόνιζον, οἱ μελαίνας ἀμφιέννυνται στολάς.

Οἷδέ σε Θεὸν, Ἑκατόνταρχος κἄν ἐνεκρώθης, πῶς σὲ οὖν Θεέ μου ψαύσω χερσί; φρίττω, ἀνεβόα ὁ Ἰωσήφ.

Ὕπνωσεν Ἀδάμ, ἀλλὰ θάνατον πλευρᾶς ἐξάγει · σὺ δὲ νῦν ὑπνώσας Λόγε Θεοῦ, βρύεις ἐκ πλευρᾶς σου κόσμῳ ζωήν.

Ὕπνωσας μικρόν, καὶ ἐζώωσας τοὺς τεθνεῶτας, καὶ ἐξαναστὰς ἐξανέστησας, τοὺς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος, Ἀγαθέ.

Ἤρθης ἀπὸ γῆς, ἀλλ' ἀνέβλυσας τῆς σωτηρίας, τὸν οἶνον ζωήῤῥυτε ἄμπελε. Δοξάζω τὸ Πάθος καὶ τὸν Σταυρόν.

Πῶς οἱ νοεροί, Ταγματάρχαι σε Σωτὴρ ὁρῶντες, γυμνὸν ᾑμαγμένον κατάκριτον, ἔφερον τὴν τόλμην τῶν σταυρωτῶν;

Ἀραβιανόν, σκολιώτατον γένος Ἑβραίων, ἔγνως τὴν ἀνέγερσιν τοῦ ναοῦ· διά τι κατέκρινας τὸν Χριστόν;

Χλαῖναν ἐμπαιγμοῦ, τὸν Κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις, ὃς τὸν οὐρανὸν κατηστέρωσε, καὶ τὴν γῆν ἐκόσμησε θαυμαστῶς.

Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς.

Ἥλιον τὸ πρὶν, Ἰησοῦς τοὺς ἀλλοφύλους κόπτων, ἔστησεν· αὐτὸς δὲ ἀπέκρυψας, καταβάλλων τὸν τοῦ σκότους ἀρχηγόν.

Κόλπων πατρικῶν, ἀνεκφοίτητος μείνας, οἰκτίρμον, καὶ βροτὸς γενέσθαι εὐδόκησας, καὶ εἰς ᾅδην καταβέβηκας Χριστέ.

Ἤρθη σταυρωθείς, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας, ἄπνους δ'ἐν αὐτῇ οὗτος θάπτεται, ὃ μὴ φέρουσα ἐσείετο δεινῶς.

Οἴμοι ὦ Υἱέ! ἡ Ἀπείρανδρος θρηνεῖ καὶ λέγει, ὃν ὡς Βασιλέα γὰρ ἤλπιζον, κατάκριτον νῦν βλέπω ἐν Σταυρῷ.

Ταῦτα Γαβριήλ, μοι ἀπήγγειλεν ὅτε κατέπτη, ὃς τὴν βασιλείαν αἰώνιον, ἔφη εἶναι τοῦ Υἱοῦ μου Ἰησοῦ.

Φεῦ! τοῦ Συμεών, ἐκτετέλεσται ἡ προφητεία· ἡ γὰρ σὴ ῥομφαῖα διέδραμε, τὴν καρδίαν τὴν ἐμὴν Ἐμμανουήλ.

Κἄν τοὺς ἐκ νεκρῶν, ἐπαισχύνθητε ὦ Ἰουδαῖοι, οὕς ὁ ζωοδότης ἀνέστησεν, ὃν ὑμεῖς ἐκτείνατε φθονερῶς.

Ἔφριξεν ἰδών, τὸ ἀόρατον φῶς σε Χριστέ μου, μνήματι κρυπτόμενον ἄπνουν τε, καὶ ἐσκότασεν ὁ ἥλιος τὸ φῶς.

Ἔκλαιε πικρῶς, ἡ πανάμωμος Μήτηρ σου Λόγε, ὅτε ἐν τῷ τάφῳ ἑώρακε, σὲ τὸν ἄφραστον καὶ ἄναρχον Θεόν.

Νέκρωσιν τὴν σήν, ἡ πανάφθορος Χριστέ σου Μήτηρ, βλέπουσα πικρῶς σοι ἐφθέγγετο· μὴ βραδύνης ἡ ζωὴ ἐν τοῖς νεκροῖς.

ᾍδης ὁ δεῖνος, συνετρόμαξεν ὅτε σε εἶδεν, Ἥλιε τῆς δόξῃς ἀθάνατε, καὶ ἐδίδου τοὺς δεσμίους ἐν σπουδῇ.

Μέγα καί, φρικτὺν, Σῶτερ θέαμα νῦν καθορᾶται! ὁ ζωῆς γὰρ θέλων παραίτιος, θάνατον ὑπέστη, ζωῶσαι θέλων πάντας.

Νύττῃ τὴν πλευρὰν, καὶ ἡλοῦσαι Δέσποτα τὰς χεῖρας, πληγὴν ἐκ πλευράς σου ἰώμενος, καὶ τὴν ἀκρασίαν, χειρῶν τῶν Προπατόρων.

Πρὶν τὸν τῆς Ραχήλ, υἱὸν ἔκλαυσεν ἅπας κατ' οἶκον· νῦν τὸν τῆς Παρθένου ἐκόψατο, Μαθητῶν χορεία σὺν τῇ Μητρί.

Ράπισμα χειρῶν, Χριστοῦ δέδωκαν ἐν σιαγόνι, τοῦ χειρὶ τὸν ἄνθρωπον πλάσαντος, καὶ τὰς μύλας θλάσαντος τοῦ θηρός.

Ὕμνοις σου Χριστέ, νῦν τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ταφήν τε, ἅπαντες πιστοὶ ἐκθειάζομεν, οἱ θανάτου λυτρωθέντες σῇταφῇ.

Δόξα...

Ἄναρχε Θεέ, συναΐδιε Λόγε καὶ Πνεῦμα, σκῆπτρα τῶν Ἀνάκτων κραταίωσον, κατὰ πολεμίων ὡς ἀγαθός.

Καὶ νῦν...

Τέξασα ζωήν, Παναμώμητε ἁγνὴ Παρθένε, παῦσον Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα, καὶ βράβευσον εἰρήνην ὡς ἀγαθή.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.




ΣΤΑΣIΣ ΤΡΙΤΗ

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.

Καθελὼν τοῦ ξύλου, ὁ Ἀριμαθαίας, ἐν ταφῶ σε κηδεύει.

Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.

Δεῦρο πᾶσα κτίσις, ὕμνους ἐξοδίους, προσοίσωμεν τῷ Κτίστῃ.

Ὡς νεκρὸν τὸν ζῶντα, σὺν Μυροφόροις πάντες, μυρίσωμεν ἐμφρόνως.

Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα, Χριστοῦ τοῦ ζωοδότου.

Οὕς ἔθρεψε τὸ μάννα, ἐκίνησαν τὴν πτέρναν, κατὰ τοῦ Εὐεργέτου.

Οὕς ἔθρεψε τὸ μάννα, φέρουσι τῷ Σωτῆρι, χολὴν ἅμα καὶ ὄξος.

Ὢ τῆς παραφροσύνης, καὶ τῆς Χριστοκτονίας, τῆς τῶν προφητοκτόνων!

Ὡς ἄφρων ὑπηρέτης, προδέδωκεν ὁ μύστης, τὴν ἄβυσσον σοφίας.

Τὸν ῥύστην ὁ πωλήσας, αἰχμάλωτος κατέστη, ὁ δόλιος Ἰούδας.

Κατὰ τὸν Σολομῶντα, βόθρος βαθὺς τὸ στόμα, Ἑβραίων παρανόμων.

Ἑβραίων παρανόμων, ἐν σκολιαῖς πορείαις, τρίβολοι καὶ παγίδες.

Ἰωσὴφ κηδεύει, σὺν τῷ Νικοδήμω, νεκροπρεπῶς τὸν Κτίστην.

Ζωοδότα Σῶτερ, δόξα σου τῷ κράτει, τὸν ᾅδην καθελόντι.

Ὕπτιον ὁρῶσα, ἡ Πάναγνός σε Λόγε, μητροπρεπῶς ἐθρήνει.

Ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;

Θρῆνον συνεκίνει, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, σοῦ Λόγε νεκρωθέντος.

Γύναια σὺν μύροις, ἥκουσι μυρίσαι, Χριστὸν τὸ θεῖον μύρον.

Θάνατον θανάτῳ, σὺ θανατοῖς Θεέ μου, θείᾳ σου δυναστείᾳ.

Πεπλάνηται ὁ πλάνος, ὁ πλανηθεὶς λυτροῦται, σοφίᾳ σῇ Θεέ μου.

Πρὸς τὸν πυθμένα ᾅδου, κατήχθη ὁ προδότης, διαφθορᾶς εἰς φρέαρ.

Τρίβολοι καὶ παγίδες, ὁδοὶ τοῦ τρισαθλίου, παράφρονος Ἰούδα.

Συναπολοῦνται πάντες, οἱ σταυρωταί σου Λόγε, Υἱὲ Θεοῦ παντάναξ.

Διαφθορᾶς εἰς φρέαρ, συναπολοῦνται πάντες, οἱ ἄνδρες τῶν αἱμάτων.

Υἱὲ Θεοῦ παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πῶς πάθος κατεδέξω;

Ἡ δάμαλις τὸν μόσχον, ἐν Ξύλῳ κρεμασθέντα, ἠλάλαζεν ὁρῶσα.

Σῶμα τὸ ζωηφόρον, ὁ Ἰωσὴφ κηδεύει, μετὰ τοῦ Νικοδήμου.

Ἀνέκραζεν ἡ Κόρη, θερμῶς δακρυῤῥοοῦσα, τὰ σπλάγχνα κεντουμένη.

Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;

Τὸν Ἀδὰμ καὶ Εὔαν, ἐλευθερῶσαι, Μῆτερ, μὴ θρήνει, ταῦτα πάσχω.

Δοξάζω σου Υἱέ μου, τὴν ἄκραν εὐσπλαγχνίαν, ἧς χάριν ταῦτα πάσχεις.

Ὄξος ἐποτίσθης, καὶ χολὴν οἰκτίρμων, τὴν πάλαι λύων γεῦσιν.

Ἰκρίω προσεπάγης, ὁ πάλαι τὸν λαόν σου, στύλῳ νεφέλης σκέπων.

Αἱ Μυροφόροι Σῶτερ, τῷ τάφῳ προσελθοῦσαι, προσέφερόν σοι μύρα.

Ἀνάστηθι, οἰκτίρμον, ἡμᾶς ἐκ τῶν βαράθρων, ἐξανιστῶν τοῦ ᾅδου.

Ἀνάστα Ζωοδότα, ἥ σε τεκοῦσα Μήτηρ, δακρυῤῥοοῦσα λέγει.

Σπεῦσον ἐξαναστῆναι, τὴν λύπην λύων Λόγε, τῆς Σε ἁγνῶς Τεκούσης.

Οὐράνιαι Δυνάμεις, ἐξέστησαν τῷ φόβῳ, νεκρόν σε καθορώσαι.

Τοῖς ποθῶ τε καὶ φόβῳ, τὰ πάθη σου τιμῶσι, πταισμάτων δίδου λύσιν.

Ὢ φρικτὸν καὶ ξένον, θέαμα Θεοῦ Λόγε! πῶς γῆ σε συγκαλύπτει;

Φέρων πάλαι φεύγει, Σῶτερ Ἰωσήφ σε, καὶ νῦν σε ἄλλος θάπτει.

Κλαίει καὶ θρηνεῖ σε, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, Σωτήρ μου νεκρωθέντα.

Φρίττουσιν οἱ νόες, τὴν ξένην καὶ φρικτήν σου, Ταφὴν τοῦ πάντων Κτίστου.

Ἔῤῥαναν τὸν τάφον, αἱ Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωὶ ἐλθοῦσαι.

Ἀρώματα καὶ μύρα, μαθήτριαι γυναῖκες, προσφέρουσι τῷ Τάφῳ.

Τὸ «χαίρετε» δ’ ἐκεῖναι, ἀκούουσιν εὐθέως, εἰς ἀμοιβὴν τῶν δώρων.

Τὰ δάκρυα ὡς μύρα, τῇ σῇ Ταφῇ προσφέρειν, ἀξίωςόν με Σῶτερ.

Εἰρήνην Ἐκκλησία, λαῷ σου σωτηρίαν, δώρησαι σῆ Ἐγέρσει.

Δόξα...

Ὦ Τριὰς Θεέ μου, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν Κόσμον.

Καὶ νῦν...

Ἰδεῖν τὴν τοῦ Υἱοῦ σου, Ἀνάστασιν Παρθένε, ἀξίωσον σοὺς δούλους.

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.





Το μορολόγι της Παναγίας ήταν λαϊκός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής, αφιερωμένος στον ψυχικό σπαραγμό της Παναγίας, που τα Πάθη της προκάλεσαν. Ο Ποντιακός Ελληνισμός μ' αυτό το μοιρολόγι, όπως και σ' άλλα μέρη του μητροπολιτικού κέντρου, παρακολουθεί τη μητέρα του Χριστού από τη στιγμή που πληροφορείται τα γεγονότα της σύλληψης του γιού της και περιγράφει τις αντιδράσεις της. Διασώζει επίσης τη δραματική σκηνή της παρουσίας της Θεοτόκου μπροστά στο σταυρωμένο Χριστό και την τελευταία συζήτησή της μαζί του:

Δέντρον, δέντρον ξεφάντωτον,
δέντρον ξεφαντωμένον,
σην κόρφαν κάθεται ο Χριστόν,
σην ρίζα η Παναϊα,
σ' άκρας κάθουν οι άγγελοι,
σα φύλλα οι προφητάδες
κι έψαλλ'ναν κι επροφήτευαν
και του Χριστού τα πάθη.
Ψάλλ' ο Μωυσής, ψάλλ' ο Δαβίδ,
ψάλλ'νε κι οι προφητάδες,
ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε
και αδελφέ Κυρίου,
ψάλλε κι εσύ Παράδεις
μετά των αρχαγγέλων.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρ' ημέρα,
σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνμοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλα
οι τρισκαταραμμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστόν
τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν
για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγία η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε
για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού
κι απ' αρχαγγέλου στόμα,
σώνουν, κυρά μου, οι προσευχές,
σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε
και σου χαλκιά τον πάνε.
Καρφιά, χαλκιάντ', φκιάσατε δυο,
καρφιά, φκιάσατε πέντε,
βάλτε τα δυο σα χέρα του
και τ' άλλα δυο σα πόδα,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το σην καρδάν του.
Ένας υιός μονογενής
κι ατός έν' καρφωμένος,
ένας υιός μονογενής
κι ατός έν' σταυρωμένος.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά
λιγοθυμά και ρούζει,
σταμνί νερό της ρίξανε,
τρία κανάτα μόσκον,
αλείφ'ν ατέν ροδόσταγμαν,
΄κι έρται ο λογισμός ατ'ς.......

Το μοιρολόγι της Παναγίας το τραγουδούσαν τα κορίτσια, κυρίως, το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, συγκεντρωμένα σε μικρές ομάδες μπροστά στον επιτάφιο.





*οι φωτογραφίες απεικονίζουν τον φετινό επιτάφιο στον Ακροπόταμο Θεσ/νίκης
αμέσως μετά τον στολισμό του το ξημέρωμα (17-4-09)
φωτο-λήψη: Λιβάρδας Χαρίλαος



16 Απριλίου 2009

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ



«Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή,
τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη
τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν,
τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις,
τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον,
τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἤλους, τὴν λόγχην,
καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο,
ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ,
σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῶ ὁμολογίαν».

Την ημέρα αυτή τελούμε την ανάμνηση των φρικτών και σωτήριων Παθών του Κυρίου Ιησού Χριστού και απ’ αυτό το γεγονός καθιερώθηκε και η νηστεία της Παρασκευής.

Αφού λοιπόν ο Ιησούς παραδόθηκε στους στρατιώτες, τον γυμνώνουν, του φορούν κόκκινη χλαμύδα, του βάζουν ακάνθινο στεφάνι και καλάμι στο χέρι αντί σκήπτρου. Κατόπιν τον προσκυνούν χλευαστικά, τον φτύνουν και τον χτυπούν στο πρόσωπο και το κεφάλι.

Στη συνέχεια, αφού του φόρεσαν και πάλι τα ρούχα του, του δίνουν τον Σταυρό και έρχεται στον τόπο της καταδίκης, τον Γολγοθά. Εκεί, σταυρώνεται ανάμεσα σε δύο ληστές, βλασφημείται απ’ όσους περνούν μπροστά του και οι στρατιώτες τον ποτίζουν χολή και ξύδι.

Μετά από λίγο, ο Κύριος, φώναξε δυνατά: «Τετέλεσται» και έτσι εκπνέει «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» . Κατά τον θάνατο του κυρίου, τρέμει από φόβο και αυτή η άψυχη κτίση. Έπειτα λογχίζεται από τους στρατιώτες στην πλευρά του και τρέχει αίμα και νερό.

Τέλος, κατά το ηλιοβασίλεμα, έρχεται ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μαζί του, κρυφοί μαθητές του Χριστού, αποκαθηλώνουν από τον Σταυρό το πανάγιο σώμα του διδασκάλου τους, το αρωματίζουν, το τυλίγουν σε καθαρό σεντόνι και το θάβουν σε καινούργιο μνημείο, κυλώντας πάνω στο στόμιό του μεγάλη πέτρα.



«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γὴν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδὴ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἓν νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἦλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχη ἐκεντήθη, ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνούμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν, καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν»

«Σήμερα κρεμάται πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) Εκείνος που πάνω στα νερά κρέμασε τη γη. Στεφάνι από αγκάθια φοράει στο κεφάλι ο Βασιλιάς των Αγγέλων, Ντύνεται με ψεύτικη βασιλική χλαμύδα, Αυτός που ντύνει με σύννεφα τον ουρανό, Δέχτηκε ράπισμα Εκείνος που (με το βάπτισμά Του) στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον Αδάμ (το ανθρώπινο γένος). Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Με λόγχη τρυπήθηκε ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμε τα Πάθη Σου, Χριστέ. Δείξε μας και την ένδοξη Ανάστασή Σου».


Κοντάκιον

«Τὸν δι' ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν, αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν. Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».


Ὁ Οἶκος

«Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα. Ποῦ πορεύη Τέκνον, τῖνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; κακεῖ νὺν σπεύδεις, ἳν ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοὶ Τέκνον, ἢ μείνω σοὶ μᾶλλον, δὸς μοὶ λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθης με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με, σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ΄

«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτήρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνη χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλω τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοί».

Ινας ερθεν Φωτισμενος



ποίος επορεί τον κόσμον
όλε να αλάζ' ατό
και αούτ' την κοινωνίαν
ατός να ισάζ' ατό.

Ίνας έρθεν Φωτισμένος
όλεν τον κόσμον
για να σων'
και εβρέθεν ο Καημένον,
Ατός απάν σον Σταυρόν.

Ίνας έρθεν για τον κόσμον
για να σων ό
λεν την γην
και εβρέθεν Σταυρωμένος
Ατός απάν σο ρασίν.

Ίνας έρθεν Φωτισμένος....

οι ανθρώπ' να μην πονούνε
και να ζουν καλά
γάλα και ψωμί να έχνε
όλα τα μωρά
άλλο να μην πολεμούνε
και ματούντανε
και αθώα παλικάρεα άλλο μη σκοτούντανε.

Ίνας έρθεν Φωτισμένο
ς.....


13 Απριλίου 2009

ποντιακό Πάσχα


Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ξεκινούσε τη Καθαρή Δευτέρα. Από το προηγούμενο βράδυ τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού, της γιαγιάς, του μπαμπά και της μαμάς. Αγκαλιάζονταν τα αδέρφια και φιλιούνταν. Την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, έπαιρναν αντίδωρο και από ΄κει και πέρα όσοι άντεχαν κρατούσαν νηστεία για 40 μέρες. Τις τρεις πρώτες μέρες δεν έτρωγαν τίποτα και δεν έπιναν ούτε νερό. Τη Σαρακοστή, τα καφενεία ήταν ανοιχτά, ο κόσμος πήγαινε, αλλά δεν χόρευε κανένας. Κάθε Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία στους Χαιρετισμούς. Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα σκούπιζαν τα σπίτια, τις αυλές και όλο το χωριό.

Μετά τα εμπόνεστα και τη Σαρακοστή, ιδιαίτερη σημασία είχε η Κυριακή των Βαϊων, όταν παιδιά 10-15 χρονών έβγαιναν στους μαχαλάδες να ψάλλουν τα αντίστοιχα κάλαντα και να λάβουν αντί δώρου τα κερκέλα (κουλούρια), τοι σακιαρλαμάδες (καραμέλες), παράδες(από τους συγγενείς) ή σπανιότερα από κάποιο μαντίλι. Τα κάλαντα διέφεραν από τόπο σε τόπο. Στην περιοχή της Ματσούκας έψελναν τα παρακάτω :

Βάια βάια το βαϊ,
τρώμε οψάρα και χαμψίν
και τ' απάν την Κερεκήν
τρώμε βούτορον, τυρίνc
Τ' απάν η Κερεκή , ήταν αυτή του Πάσχα.

Ένα ποντιακό έθιμο της Κυριακής των Βαϊων ήταν και το βάεμαν . Το απόγευμα του Σαββάτου του Λαζάρου σε ορισμένες περιοχές του Πόντου τα παιδιά κρατώντας ένα ανθισμένο κλαδί λεύκας και ένα καλαθάκι για να βάζουν μέσα τ' αυγά που θα μάζευαν, γυρνούσαν τα σπίτια ψάλλοντας την Ανάσταση του Λαζάρου και οι νοικοκυρές τους έδιναν κουλούρια, « κερκέλια », που τα περνούσαν στο κλαδί της λεύκας, αλλά και αυγά. Στα περισσότερα όμως μέρη του Πόντου το « βάεμαν » γινόταν την Κυριακή μετά την εκκλησία. Στα Κοτύωρα τα παιδιά έψελναν και έλεγαν:

Βάι-βάι των Βαγιών
σέν' κερκέλ' κι εμέν ωβόν.

Αντί στο καλάθι, τα κουλούρια περνιόνταν καμιά φορά σε σπάγκο, που η μια άκρη του ήταν δεμένη πίσω στη μέση των παιδιών και η άλλη ελεύθερη για το σκοπό αυτό. Κάθε κουλούρι που περνούσε από το σπάγγο πήγαινε έτσι πίσω στην πλάτη του παιδιού.

Ο Πόντος προετοιμαζόταν ψυχικά με τη νηστεία και τις αλληλοδιάδοχες γιορτές, που μεσολαβούσαν ως το Πάσχα, για τον ερχομό της. Αποκορύφωμα βέβαια της αναμονής ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα, που κλιμάκωνε τα θρησκευτικά αισθήματα από ημέρα σε ημέρα, προετοιμάζοντας τις ψυχές των πιστών για το Μέγα Σάββατο, τη νύχτα της Ανάστασης και συνακόλουθα τη λύτρωση-λύση του θείου δράματος.

Οι νοικοκυρές από τη Μεγάλη Πέμπτη έκαναν τα τσορέκα , έβαφαν τα ωβά , έφερναν τη Μεγάλη Παρασκευή στην εκκλησία αυγά, μαζί με δείγματα των προϊόντων που παρήγαγαν τα χωράφια της οικογένειας(στα χωριά) και τα τοποθετούσαν είτε στο ιερό είτε σε μια γωνιά του κύριου χώρου της εκκλησίας, για να «διαβαστούν». Τα αυγά αυτά ήταν όσα και τα μέλη της οικογένειας και τα έλεγαν ευχασμένα ωβά . Τα θεωρούσαν μάλιστα ως θεραπευτικά. Ένα απ' αυτά έμπαινε στο εικονοστάσι(εικονοστάτε), ήταν το αυγό της εικόνας. Το σιτάρι που πήγαιναν κλεισμένο στο σακούλι τους οι νοικοκυρές να διαβαστεί, το ανακάτευαν μέσα στο σπόρο το φθινόπωρο, να ευλογηθεί κι αυτός από εκείνο.

Τα λουλούδια του επιτάφιου- τα σταυρολούλουδα - τα έβαζαν στο εικονοστάσι κι έφτιαχναν μ' αυτά φυλαχτά ή τα χρησιμοποιούσαν ως γιατρικό.

Σε ορισμένα μέρη έβαφαν τ' αυγά το Μεγάλο Σάββατο. Το χρώμα που προτιμούσαν ήταν το κόκκινο, αλλά τα έβαφαν και κίτρινα, πράσινα, γαλάζια, ή τα έκαναν πλουμιστά. Τα τορνίκα ήταν τα πασχαλιάτικα αυγά, που είχαν πάνω τους διάφορα σχέδια ζωγραφισμένα. Οι φανατικοί του τσουγκρίσματος των αυγών έκαναν τα τσιχτλιρένα ωβά . Δηλαδή άνοιγαν ένα λάκκο στη χόβολη του τζακιού, αράδιαζαν εκεί τ' αυγά με τη μύτη προς τα κάτω κι ύστερα τ' άφηναν να ψηθούν σιγά σιγά επί μιαν ημέρα, με το περιεχόμενο του αυγού να συγκεντρώνεται στη μύτη και να γίνεται μαύρο και σκληρό σαν πίσσα. Πολλοί χρησιμοποιούσαν ταϊγάνας ωβά , αυγά φραγκόκοτας, που επίσης ήταν σκληρά.

Οι νοικοκυρές του Πόντου έφερναν να διαβαστεί στις ακολουθίες της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής το βαγγελί' άλας . Το όνομά του προέρχεται από την ανάγνωση των Δώδεκα Ευαγγελίων κατά την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης Το «ευλογημένο» αλάτι χρησίμευε για το γήτεμαν , ανθρώπων και ζώων, για το αχπάραγμαν , καθώς και σε άλλες περιστάσεις. Λίγη ποσότητα από αυτό έδιναν να φάνε τα ζώα. Μαζί με το αλάτι έφερναν για «διάβασμα» μικρή ποσότητα σιτηρών, καθώς και αυγά. Τα «ευλογημένα» σιτηρά τα ανακάτευαν οι γεωργοί με το σπόρο για να ευλογηθεί η σπορά. Το παραπάνω έθιμο επιβιώνει ακόμη σε ορισμένα ποντιακά χωριά της Μακεδονίας.

Τα βαγγελί' σακούλα ήταν σακουλάκια με αλεύρι, που τα πήγαιναν οι νοικοκυρές στην εκκλησία το βράδυ της Μ. Πέμπτης και τα άφηναν μπροστά στην Ωραία Πύλη. Εκεί θα διαβαστούν επάνω τους τα Δώδεκα Ευαγγέλια της ακολουθίας των Παθών, καθώς και των Μεγάλων Ωρών και του Εσπερινού(το πρωϊνό της Μ. Παρασκευής). Απ' αυτό το αλεύρι βάζουν στο ζυμάρι, με το οποίο κάνουν τις λαμπροκουλούρες.

Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έτρωγαν ούτε ελάδ' .

Το μορολόγι της Παναγίας ήταν λαϊκός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής, αφιερωμένος στον ψυχικό σπαραγμό της Παναγίας, που τα Πάθη της προκάλεσαν. Ο Ποντιακός Ελληνισμός μ' αυτό το μοιρολόγι, όπως και σ' άλλα μέρη του μητροπολιτικού κέντρου, παρακολουθεί τη μητέρα του Χριστού από τη στιγμή που πληροφορείται τα γεγονότα της σύλληψης του γιού της και περιγράφει τις αντιδράσεις της. Διασώζει επίσης τη δραματική σκηνή της παρουσίας της Θεοτόκου μπροστά στο σταυρωμένο Χριστό και την τελευταία συζήτησή της μαζί του:

Δέντρον, δέντρον ξεφάντωτον,
δέντρον ξεφαντωμένον,
σην κόρφαν κάθεται ο Χριστόν,
σην ρίζα η Παναϊα,
σ' άκρας κάθουν οι άγγελοι,
σα φύλλα οι προφητάδες
κι έψαλλ'ναν κι επροφήτευαν
και του Χριστού τα πάθη.
Ψάλλ' ο Μωυσής, ψάλλ' ο Δαβίδ,
ψάλλ'νε κι οι προφητάδες,
ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε
και αδελφέ Κυρίου,
ψάλλε κι εσύ Παράδεις
μετά των αρχαγγέλων.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρ' ημέρα,
σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνμοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλα
οι τρισκαταραμμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστόν
τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν
για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγία η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε
για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού
κι απ' αρχαγγέλου στόμα,
σώνουν, κυρά μου, οι προσευχές,
σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε
και σου χαλκιά τον πάνε.
Καρφιά, χαλκιάντ', φκιάσατε δυο,
καρφιά, φκιάσατε πέντε,
βάλτε τα δυο σα χέρα του
και τ' άλλα δυο σα πόδα,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το σην καρδάν του.
Ένας υιός μονογενής
κι ατός έν' καρφωμένος,
ένας υιός μονογενής
κι ατός έν' σταυρωμένος.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά
λιγοθυμά και ρούζει,
σταμνί νερό της ρίξανε,
τρία κανάτα μόσκον,
αλείφ'ν ατέν ροδόσταγμαν,
΄κι έρται ο λογισμός ατ'ς.......

Το μοιρολόγι της Παναγίας το τραγουδούσαν τα κορίτσια, κυρίως, το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, συγκεντρωμένα σε μικρές ομάδες μπροστά στον επιτάφιο.

Το Μ. Σάββατο, έτρωγαν ελαφρά το βράδυ(πλακίν με τ'αβλούκα, κορκοτέναν, σιρβάν κτλ.) και κοιμούνταν νωρίς για να μπορέσουν να ξυπνήσουν εύκολα. Το σπίτι είχε ήδη ετοιμαστεί από τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν γινόταν και το αποδράνισμαν των μπακιρικών( το τρίψιμο-καθάρισμα). Τα ρούχα περίμεναν τα μέλη της οικογένειας καθαρά και φροντισμένα. Όλοι όφειλαν να φορέσουν τα καλύτερά τους, για να φανεί ο πανηγυρικός χαρακτήρας της γιορτής. Εξυπακούεται ότι ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα τ' αντρόγυνα απέφευγαν τους καβγάδες και τις προστριβές κι οι μάνες πρόσεχαν πώς μιλούσαν στα παιδιά τους, για να μη κολατίγουνταν (να μην κολαστούν).

Στις πόλεις και όπου αλλού απαγορεύονταν οι κωδωνοκρουσίες, οι χριστιανοί ειδιποιούνταν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου να πάνε στις εκκλησίες από τον ζαγκότσον , που ερχόταν και χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών. Σε ορισμένες περιοχές, όμως, π.χ. στη Σάντα, χτυπούσαν κανονικά οι καμπάνες.

Οι άντρες φορούσαν ποτίνα, σαάκ παλτόν, με κατιφεδέναν γιαχάν. Οι γυναίκες ζουπούνας, μεταξωτά φοτάδας, λαχόρ', κοντογούνα, σαλβάρα, λουστρίνα κουντούρας. Στο κεφάλι, την τάπλαν με τα φουλιρία. Πάνω σα καμίσα χρυσή αλυσίδα με την ώραν. Φυσικά, η ενδυμασία αυτή συνηθιζόταν στις μεγάλες πόλεις και από τις γυναίκες των εύπορων οικογενειών.

Το Χριστός Ανέστη, που έλεγε ο παπάς, πάντοτε συνοδευόταν από τον ήχο που έβγαζαν τα πιστόφα , τα ρεβόλα και τ' άλλα όπλα που βροντούσαν, για να διαλαλήσουν το ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Μετά την είσοδο του ιερέα στην εκκλησία, η λειτουργία συνεχιζόταν ως το πρωί και κανείς βέβαια δεν έφευγε. Τα παιδιά στο προαύλιο τσούγκριζαν τ'αυγά(το τσούγκρισμα διαρκούσε και τις τρεις ημέρες του Πάσχα. Την πρώτη μέρα τσούγκριζαν με το μυτίν, τη δεύτερη με τον κώλον και την Τρίτη με την κοιλίαν). έπειτα από τη μετάληψη και την απόλυση της εκκλησίας, επέστρεφαν στο σπίτι οικογενειακώς, προσπαθώντας να διατηρήσουν το φως της λαμπάδας, για ν' ανάψουν μ' αυτό την καντήλα. Συχνά προσκαλούσαν στο σπίτι συγγενείς ή φίλους, για να φάνε μαζί. Το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγώσιμα, μη νηστίσιμα. Σημειώνεται ότι το σουβλιστό αρνί δε συνηθιζόταν στον Πόντο.

Το επόμενο πρωί, μόλις τέλειωνε η εκκλησία, έβαζαν τραπέζι κι έτρωγαν όλοι μαζί ως το μεσημέρι. Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσούγκριζαν αυγά. Οι μεγάλοι σε ομάδες 3-4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Έπειτα όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο και χόρευαν.

Το απόγευμα, μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζαν οι ανταλλαγές επισκέψεων. Οι νοικοκυρές πρόσφεραν στους επισκέπτες ρακί με μεζέ φούστορον, τυρί κτλ. Οι επισκέψεις συνεχίζονταν ως το βράδυ.

Το Πάσχα συνήθως επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι(ξενιτάντ') ή όσοι κάτοικοι χωριών ήταν εγκατεστημένοι σε πόλεις και γύριζαν στις πατρίδες τους, για να περάσουν την ημέρα της Λαμπρής με τους συγγενείς τους.

Οι τρεις μέρες της Λαμπρής στον Πόντο λέγονταν λαμπροήμερα . Σ'όλα τα σπίτια το τραπέζι ήταν στρωμένο με πασχαλινά φαγώσιμα και ιδιαίτερα με κόκκινα αυγά και λαμπροκουλούρες.

Στα χωριά, μετά τα οικογενειακά τραπέζια της πρώτης ημέρας, τη δεύτερη ημέρα στήνονταν χοροί και γλέντια στα αλώνια ή σε ανοιχτούς χώρους κι εκεί με τη συνοδεία της λύρας χόρευαν και τραγουδούσαν(το ομάλ', τη Τρυγώνας, το λαγκευτόν). Σε όσους τόπους συνηθιζόταν το έθιμο του Ιούδα, το σχετικό ομοίωμα καιγόταν μετά τη δεύτερη Ανάσταση.

Ένα παράξενο έθιμο τελούμενο κάθε χρόνο σε μερικά μόνο χωριά, όπου μένουν Ρωσοπόντιοι, αμέσως μετά την Κυριακή του Θωμά, ήταν και τα γαλιαία . Τη Δευτέρα το πρωί, οι γυναίκες πηγαίνουν στα μνήματα του χωριού με κόλλυβα, κόκκινα αυγά, τσουρέκια πασχαλινά(πασχαλίτσες), λαγάνες πισία και περεσκία. Αφού ευλογήσει ο παπάς τα αναθήματα και μνημονεύσει τα ονόματα των νεκρών, γίνεται η διανομή τους σε όλους τους παρευρισκόμενους. Ύστερα όλοι μαζί κάθονται και τρώνε σ' αυτό το χώρο της ανάπαυσης των ψυχών και διαταράσσουν τη γαλήνη του κοιμητηρίου. Τρώνε σχεδόν πάνω στις πλάκες των τάφων.

Η όλη εθιμοτυπική διαδικασία ξενίζει κι αποτελεί μυστήριο η αιτιολόγησή της. Πιθανολογείται ότι το έθιμο πήρε το όνομά του από τη Γαλιλαία, τον τόπο όπου μεγάλωσε ο Χριστός. Υποστηρίζεται ότι από παρανόηση της φράσης του Ευαγγελίου που διαβάζεται στον όρθρο της Κυριακής του Θωμά και που λέει: «Οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν», προήλθε η παρανόηση ότι επρόκειτο περί αγίου. Έτσι είπαν: « τ' άε-Γαλιλαία » (του Αγίου Γαλιλαία) και στη συνέχεια απλά γαλιαία.



αναδημοσίευση από

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ


«Τὴ ἁγία καὶ μεγάλη Δευτέρα,
μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου,
καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης Συκῆς»

Κατά την Μ. Δευτέρα επιτελούμε ανάμνηση του ενάρετου Ιωσήφ (γιος του πατριάρχη Ιακώβ και δισέγγονο του Αβραάμ), ο οποίος είναι τύπος του Κυρίου Ιησού Χριστού.

Ο Ιωσήφ, αγαπητός γιος του πατέρα του, φθονήθηκε από τα αδέρφια του. Στην αρχή τον έριξαν σε ένα λάκκο, έπειτα όμως πουλήθηκε από τα αδέρφια του αντί είκοσι χρυσών νομισμάτων στους εμπόρους. Αυτοί με τη σειρά τους τον πούλησαν στον Πετεφρή που ήταν αρχιμάγειρας του βασιλιά της Αιγύπτου.

Ο Ιωσήφ ήταν ωραιότατος νέος και γι’ αυτό η σύζυγος του Πετεφρή επιθύμησε να αμαρτήσει μαζί του. Αυτός αρνήθηκε και τότε αυτή τον συκοφάντησε στον άντρα της, ότι δήθεν ο Ιωσήφ της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς. Ο Πετεφρής την πίστεψε και ο αθώος Ιωσήφ ρίχτηκε στην φυλακή.

Κάποτε όμως ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, είδε ένα παράδοξο όνειρο και ζητούσε να βρει εξήγηση αυτού του ονείρου. Τότε του είπαν ότι στις φυλακές υπάρχει ένας Εβραίος νέος, που είχε άλλοτε εξηγήσει όνειρα συγκρατούμενων του. Ο Ιωσήφ, κατ’ εντολή του Φαραώ, οδηγήθηκε ενώπιόν του και με το φωτισμό του Θεού, εξήγησε το όνειρο του Φαραώ, λέγοντάς του ότι θα έρθουν για τη χώρα του επτά έτη εφορίας και επτά έτη ακαρπίας και πείνας.

Τότε ο Φαραώ, καταγοητευμένος από τη θεία σοφία του Ιωσήφ, τον ενδύει με βασιλική στολή, τον αναβιβάζει σε βασιλικό άρμα και τον καθιστά γενικό άρχοντα της Αιγύπτου.

Ο Ιωσήφ διαχειρίστηκε με θαυμαστή φρόνηση την εξουσία. Και αργότερα, όταν ήρθαν τα έτη της πείνας λόγω της ακαρπίας της γης, αυτός άνοιξε τις αποθήκες που είχε γεμίσει κατά τα πρώτα έτη και χόρτασε το λαό.

Θεωρήθηκε ο Ιωσήφ τύπος και προεικόνιση του Κυρίου, διότι και Αυτός, αγαπητός Υιός του Πατρός, φονεύθηκε από τους Ιουδαίους, πουλήθηκε από τον μαθητή Του και βασανίστηκε. Ρίχτηκε στον σκοτεινό τάφο, ακολούθως αναστήθηκε.

Επίσης κατά την Μ. Δευτέρα επιτελούμε ανάμνηση και της άκαρπης συκής, την οποία καταράστηκε ο Κύριος και ξεράθηκε.

Η συκή αυτή συμβολίζει τόσο την Συναγωγή των Εβραίων, η οποία δεν είχε πνευματικούς καρπούς και γι’ αυτό καταδικάστηκε από τον Κύριον, όσο και κάθε άνθρωπο στερούμενο πνευματικών καρπών, δηλαδή αρετών.

Η Εκκλησία, φέρνοντας ενώπιόν μας το παράδειγμα της συκής, θέλει να μας προτρέψει σε αγώνες πνευματικούς προς απόκτηση αρετών.

Η υμνογραφία της ημέρας είναι αφιερωμένη στα δύο ανώτερα θέματα (του Ιωσήφ και της συκής) και επί πλέον στο θέμα της ελεύσεως του Κυρίου προς το Πάθος.


Ευαγγελική περικοπή
«Πρωῒας δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· 19 καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ' αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. 20 καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; 21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· 22 καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε. 23 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 25 τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ' ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· 26 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. 27 καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 28 Τί δὲ ὑμῖν δοκεῖ; ἄνθρωπος τις εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. 30 καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. 31 τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν αὐτῷ· Ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 32 ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ. 33 Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ἄνθρωπος τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς, καὶ ἀπεδήμησεν. 34 ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. 35 καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. 36 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. 37 ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. 38 οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. 39 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. 40 ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; 41 λέγουσιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. 42 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; 43 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ' ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς·»


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ΄

«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός,
καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα,
ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῶ ὕπνω κατενεχθής,
ἵνα μῄ τῶ θανάτω παραδοθής,
καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθής,
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός,
διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς».


Μετάφρασις

«Ο Χριστός, ο Νυμφίος (της Εκκλησίας)
να, έρχεται ξαφνικά μέσα στην νύχτα.
Μακάριος αυτός που αγρυπνεί και τον περιμένει.
Αντίθετα, είναι ανάξιος εκείνος
που θα τον εύρει ράθυμο και αμελή.
Πρόσεχε, λοιπόν, ψυχή μου,
μη τυχόν και καταληφθείς από τον (πνευματικό) ύπνο,
για να μην παραδοθείς στον πνευματικό θάνατο,
Κι έτσι κλειστείς έξω από την (ουράνια) βασιλεία.
αλλά φρόντισε να συνέλθεις και φώναξε δυνατά:
Άγιος, άγιος, άγιος είσαι Εσύ ο Θεός μας.
δια της Θεοτόκου ελέησέ μας»

26 Μαρτίου 2009

Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

το παρακάτω κείμενο το παρέλαβα σήμερα το απόγευμα στον λογαριασμό μου στο facebook. το θέμα του είναι κάτι το όποιο είχα σκεφτεί να ασχοληθώ αλλά δεν το έκανα, έτσι ευχαριστώ αυτήν που μου το έστειλε μέσα από την καρδιά μου.......


Στην επαναστατημένη Ελλάδα, και ιδιαίτερα στο Μωριά, κατέβηκαν Έλληνες με «περίεργη διάλεκτο» που κατοικούσαν στη Μαύρη Θάλασσα, ως εθελοντές για να πολεμήσουν και το έπραξαν με γενναιότητα. Αυτοί αναφέρονται ως «Σινωπείς», «Τραπεζούντιοι», «Αργυρουπολίτες». «Μαυροθαλασσίτες». Τα προσωνύμια αυτά σχετίζονται με την καταγωγή τους. Επιπλέον, επιφανείς Πόντιοι, ενίσχυσαν με μεγάλα χρηματικά ποσά τη Φιλική Εταιρεία. Ο Νικόλαος Κανδήλης, γιος του Ηλία Κανδήλη, ιδρυτή και διδάκτορα του Φροντιστηρίου της Χερσώνας, ο Ιάκωβος Γρηγοράντης, γενικός «αρχιμεταλλουργός» των μεταλλείων της Αργυρούπολης, καθώς και η μεγάλη οικογένεια των Μουρουζήδων, είναι λίγα από τα παραδείγματα των Ποντίων που ενίσχυσαν με διάφορους τρόπους τον αγώνα.
Αλλά και πολλά παλικάρια ποντιακής καταγωγής, σπουδαστές στην πλειοψηφία τους, κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, στην εξέγερση στη Μολδοβλαχία. Η αγάπη για την πατρίδα και τα κατορθώματα της οικογένειας των Υψηλάντηδων είναι γνωστά. Εκείνο ίσως που δεν είναι γνωστό είναι ότι κατάγονται από την Υψηλή του Πόντου, ένα χωριό στην περιοχή του Όφεως.
Η επιθυμία των Ποντίων για ελευθερία και ανεξαρτησία εκδηλώθηκε σε κάθε ιστορική ευκαιρία. Έτσι, δε θα μπορούσαν να μείνουν άπραγοι σε έναν αγώνα ενάντια στον Οθωμανικό ζυγό.

29 Δεκεμβρίου 2008

Πρωτοχρονιάτικα Ποντιακά Κάλαντα

Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου κι αρχή του χρόνου.

Πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου πάντα του χρόνου.

Αρχή μήλον εν κι αρχή κυδών εν κι αρχή κυδών εν

Κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον το μυριγμένον.

Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον ο κόσμος όλον.

Για μύριστ ατό και εσύ αφέντα καλέμ αφέντα.

Λύσον την κεσέ σ και δος παράδας και δος παράδας.

Κι αν ανιοιείς μας χαράν σην πόρτας σ χαράν σην πόρτας σ.

Ευχές Χρόνια Πολλά, πάντα και του χρόνου Καλή χρονία και σ όλα τα σπίτ(ι)α υείαν κι ευλοίαν

27 Δεκεμβρίου 2008

HAPPY NEW YEAR


και τώρα σας ευχόμαστε καλή χρονιά και ευτυχισμένη...


το καινούργιο έτος να είναι 2009 φορές καλύτερο από αυτό που φεύγει, για όλους σας.....

24 Δεκεμβρίου 2008

Ποντιακά κάλαντα

Τα Ποντιακά Κάλαντα συνοδεύονταν από την πατροπαράδοτη ποντιακή λύρα και τα έψελναν μικροί και μεγάλοι, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες. Επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού, την παραμονή ή ανήμερα της γιορτής, κυρίως μετά τη δύση του ήλιου. Καθώς όμως τα περισσότερα χωριά του Πόντου βρίσκονταν σε ορεινές περιοχές και τα κάλαντα ψέλνονταν κατά τη χειμερινή περίοδο, οι μορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες ανάγκαζαν μικρούς και μεγάλους να ψέλνουν τα κάλαντα και κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Οι "καλαντάδες" (ραψωδοί) εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο, εν είδη συναγωνισμού.

Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψης του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Θανάτωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.

Στα Ποντιακά Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα συναντούμε σημαντικές παραλλαγές, με σημαντικότερες αυτές της Γαράσαρης. Όλοι σχεδόν οι στίχοι είναι αφιερωμένοι στην υπό τούρκικη κατοχή Κωνσταντινούπολη, μεταβάλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της έλευσης της νέας χρονιάς σε θρήνο και μοιρολόι.

Οι νοικοκυραίοι ανάλογα με την περιοχή, έδιναν στους καλαντάρηδες φρούτα, ξηρούς καρπούς (καρύδια, φουντούκια, σταφίδες κλπ.), αλλά ακόμη κι αυγά, βούτυρο, καβουρμά και πληγούρι. Σε περιοχές όπως η Σάντα, που δεν είχε πολλά οπωροφόρα δέντρα, τα δώρα ήταν αποκλειστικά φρούτα, ενώ στην Ορτού συνήθιζαν να βάζουν πάνω στα φρούτα και μερικές δεκάρες. Ένα άλλο δώρο που συνήθιζαν να δίνουν, κυρίως στην Γαράσαρη, ήταν τα "κολόθα", που ήταν μικρά τσουρέκια που έμοιαζαν με γλυκό ψωμί.


Κάλαντα Χριστουγέννων

Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
χα, καλή ώρα, καλή σ' ημέρα
Χα, καλόν παιδίν οψές γεννέθεν
οψές γεννέθεν, το βράδ' αργάτε.

Το εγέννεσεν η Παναΐα
Το ανάθρεψεν αεί Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
εκατήβεν σο σταυροδρόμι.

Έπιασαν άτό' οι σκύλ' Εβραίοι
χίλ' Εβραίοι και μίλ' Εβραίοι.
Ασ' σα κρέντικα κι άσ' στην καρδίαν
γαίμα έσταξεν, χολήν κι εφάνη.
γαίμα έσταξε, εμυροστάθεν.

Εμυρίστεν ατ' ο κόσμον όλον
για μυρίστ' άτό και σύ αφέντα.

Σύ αφέντα, καλέ μ' αφέντα
έμπα σο νουντάν κι ελά σην πόρταν.
Φέρ ουβάς και λεφτοκάρυα.
Κι αν ανοί'ς μας χαρά σην πόρτα'ς.

Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
χα, καλή ώρα, καλή σου μέρα.
Χα, καλόν παιδίν οψέ 'γεννέθεν.
Οψέ 'γεννέθεν, ουράνοστάθεν.

Τον εγέννεσεν η Παναΐαν
τον ανέστησεν Αγιά-Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
χρυσοπούλαρον και ανεμοπούλαρον.

Εκατήβεν σο σταυροδρόμιν
ερπαξαν ατον οι χίλ' Εβραίοι
χιλ' Εβραίοι και μύρ' Εβραίοι
χίλ' Εβραίοι και μύρ' Εβραίοι.

Ασ' σα Αρχαντίκα και ασ' σην καρδίαν
γαίμαν έσταξεν, γλεήν κι εφάνθεν.
Εμυρίστεν ατ' ο κόσμον όλον
για μυρίστ' ατό και εσύ αφέντα
άη αφέντα, καλέ μ' αφέντα.

Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δώσ' με το παχτσίς κι ας πάω δεβαίνω


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

merry Christmas to you




21 Δεκεμβρίου 2008

το ημερολόγιου του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ για το 2009



Θεσσαλονίκη, 18/12/2008


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ με μια αρκούδα κάθε μήνα

Ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ δημιούργησε για το 2009 ένα ημερολόγιο τοίχου, με 13 μήνες, γεμάτο με τις αρκούδες του Καταφυγίου της Αρκούδας που λειτουργεί στο Νυμφαίο. Ο Μήτσος, η Ειρήνη, ο Μίσα, η Τασούλα, ο Ντιούκ, ο Γιώργος, ο Γιωργάκης, η Βέσνα, η Κατερίνα, ο Μανώλης κι ο Κυριάκος, η Μπάρμπαρα, ο Αντρέας σας περιμένουν να τους γνωρίσετε και, γιατί όχι, να τους υιοθετήσετε!

Το ημερολόγιο «ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροδολίβος και ενισχύει τη δράση της περιβαλλοντικής οργάνωσης για την προστασία της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος.
Το ημερολόγιο μπορείτε να προμηθευτείτε από τον ΑΡΚΤΟΥΡΟ (Θεσσαλονίκη: Ρογκότη 3 και για όλη την Ελλάδα: http://www.arcturos.gr/) αλλά και από τα βιβλιοπωλεία, στην τιμή των 15€ .




για το 2009
σας δίνουμε ευχή
για άγρια ζωή




17 Δεκεμβρίου 2008

ημερολόγια 2009

και επειδή το νέο έτος πλησιάζει, η σελίδα μας σας δίνει την δυνατότητα να κατεβάσετε τα ημερολόγια της για το 2009.



σας ευχόμαστε καλή χρονιά γεμάτη υγεία και ευτυχία



-για το ημερολόγιο τοίχου μιας σελίδας (όλος ο χρόνος σε μια σελίδα) κάντε κλικ στον σύνδεσμο
http://esitemon.livepage.gr/file/2110_%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%B1_2009





-ενώ για το ημερολόγιο τοίχου 12 σελίδων (μήνας/σελίδα) κάντε κλικ παρακάτω
http://esitemon.livepage.gr/file/2111_%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BF_2009_%CE%B5%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%BF



*2009*


Followers