Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αφιερώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αφιερώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Μαΐου 2012

19η Μαΐου ~ Ημέρα Εθνικής Μνήμης




Γενοκτονία Των Ελλήνων Του Πόντου

Πως και πότε διαπράχθηκε η γενοκτονία;

Ο ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) γνώρισε κατά καιρούς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του.Επτά χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Τραπεζούντα. Η οθωμανική κατάκτηση του μικρασιατικού Πόντου μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους.

A' περίoδος

Η πρώτη αρχίζει με την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και λήγει στα μέσα του 17ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι Τούρκοι κρατούν ουδέτερη στάση κατά των Ελλήνων του Πόντου.

B' περίoδος

Η δεύτερη αρχίζει στα μέσα του 17ου αιώνα και λήγει με το τέλος του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου. Χαρακτηρίζεται με τη θρησκευτική βία κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιούνται ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών.

Γ' περίoδος

Η τελευταία περίοδος, που τελειώνει το 1922 υποδιαιρείται σε δύο υποπεριόδους.

A' υποπερίoδος

Η πρώτη αρχίζει με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774. Χαρακτηρίζεται από τη συστηματική προσπάθεια των τοπικών αρχών να μην εφαρμόζουν προς όφελος των χριστιανών τους φιλελεύθερους νόμους.

B' υποπερίoδος

Η δεύτερη υποπερίοδος αρχίζει το 1908 και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού.

Η απόφαση για την εξόντωση των Ελλήνων της Τουρκίας πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919 – 1923).

Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο « Ένωση και Πρόοδος » ιδρύθηκε το 1889. Στο συνέδριο τους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911 πάρθηκε η απόφαση, ότι η Μικρά Ασία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα.

Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να εργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές.

Κατ΄ αρχάς οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας νέα κορίτσια, κακοποιώντας και καίγοντάς τα.

Οργανωμένες επιθέσεις

Οι Τούρκοι χωρίς προσχήματα πια περνούν στην επίθεση. Από κάθε γωνιά του Πόντου και της Μικράς Ασίας έρχονται καταγγελίες. Οι σποραδικές δολοφονίες αρχίζουν να αυξάνονται. Χωρικοί, που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους, βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι.

Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαίνονταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Πολύ γρήγορα όμως έγιναν συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρμενίων. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης της γενοκτονίας ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με δικές του εντολές, που καλούσαν τις αρχές να μη δείχνουν κανένα έλεος και για τoυς χριστιανούς, εξαπολύθηκαν οι διωγμοί κατά των "ανεπιθύμητων" εθνοτήτων σε μια τεράστια έκταση.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε, σε ένδειξη πένθους, να κλείσει στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και να καταγγείλει στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν κατάφερε όμως τίποτε γιατί κηρύχθηκε στο μεταξύ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο η Τουρκία έλαβε μέρος ως σύμμαχος της Γερμανίας, έχοντας πια την ευχέρεια να εφαρμόσει πλήρως το παλαιότερο σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανών.

Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου.

Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες.

Σύμφωνα με μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915 είναι γραμμένα τα εξής: "Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα …"

Σκοπός των Τούρκων ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολήσεις των χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των περιοχών που κατοικούνταν από Ρωμιούς και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.

Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο απάνθρωπο σχέδιο των Νεότουρκων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώνεται από τις νικήτριες δυνάμεις να δώσει άδειες επιστροφής στους λίγους εξόριστους που είχαν απομείνει.

Το τελικό πλήγμα

Το 1919 αρχίζει νέος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό.

Στις 19 Μαΐου, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.

Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού. Μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ εξόντωσε τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας.

Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο.

Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Υπολογίζεται ότι συνολικά λόγω αυτών των μέτρων έχασαν τη ζωή τους 350.000 Πόντιοι.

Η προσφυγιά

Με τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών έρχονται στην Ελλάδα περί τους 700.000 Πόντιους. Οι ξεριζωθέντες εγκαταλείπουν την πατρώα γη και όλα τα υπάρχοντά τους. Παίρνουν μαζί τους ιερά κειμήλια. Αφήνουν πίσω τη Μαύρη Θάλασσα και φτάνουν στην Ελλάδα.


Η προσφορά των Ελλήνων του Πόντου στο ελληνικό κράτος

Πάμφτωχοι, έχοντας αφήσει πίσω τους περιουσίες και πλούτη, έφτασαν ταλαιπωρημένοι από τις διώξεις κι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές στη νέα ελληνική πατρίδα. Σκόρπισαν σε χωριά και πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, στους συνοικισμούς της πρωτεύουσας και σε άλλες περιοχές. Περισσότεροι από 700.000 πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ελλάδα.

Μέσα από αντιξοότητες και εμπόδια, που συνάντησαν, ειδικά στα χωριά της εγκατάστασής τους, κατόρθωσαν τόσο αυτοί όσο και αργότερα τα παιδιά τους όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να διεισδύσουν στους χώρους των επιστημών και των τεχνών, της πολιτικής και του συνδικαλισμού, και να διακριθούν.

Γιατί δεν αναγνωρίστηκε μέχρι σήμερα η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.

Πριν από τον όρο "Γενοκτονία" υπήρχε ο όρος "Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας". Πρόβλημα στη δίκη των γενοκτόνων μπορεί να υπάρξει με το νομικό όρο "nullum crimen nulla poena sine lege", δηλαδή δίχως προϊσχύοντα νόμο δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή. Ο όρος της Γενοκτονίας δεν υπήρχε την εποχή εκείνη, έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων τίθεται υπό ερωτηματικό. Το ποινικό Δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των κατηγορουμένων δεν μπορεί να δράσει αναδρομικά. Από την άλλη άποψη όμως σε όλα τα νομικά πλαίσια υπήρχε η τιμωρία της δολοφονίας.

Οι Τούρκοι αρνούνται σήμερα τη γενοκτονία των Ποντίων του 1922. Παρ'όλα αυτά, η ελληνική πλευρά επιμένει ότι έχει ατράνταχτες αποδείξεις.

19 Μαϊου – Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως „Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο“, ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα.






Πηγή: Wikipedia.org

12 Απριλίου 2012

Τιτανικός [1912 - 2012 ~ 100 χρόνια]


Ο Τιτανικός αναχωρεί από το Μπέλφαστ για θαλάσσιες δοκιμές.
Ο Τιτανικός (RMS TITANIC ή SS TITANIC) ήταν ένα βρετανικό υπερωκεάνιο επιβατηγό πλοίο, που ναυπηγήθηκε από τα ναυπηγεία Harland και Wolff, στο Μπέλφαστ, για την εταιρία "White Star Line".
Ο Τιτανικός αποτελούσε στην εποχή του κυριολεκτικά ένα θαύμα της ναυπηγικής, αποτελώντας ένα πρωτοποριακό τύπο πλοίου. Ενσωμάτωνε πολλές καινοτομίες για την εποχή του. Ανελκυστήρες για γρήγορη πρόσβαση στα διάφορα καταστρώματα, χαμάμ, γυμναστήριο, πισίνα, ταχυδρομείο και υπέρμετρη πολυτέλεια, ιδιαίτερα το σέρβις και το φαγητό που πρόσφερε σε επιβάτες της Α' θέσης ήταν πολύ πλουσιότερο και από τα αντίστοιχα των σύγχρονων ξενοδοχείων 5 αστέρων. Για πολλούς εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν ως το αβύθιστο πλοίο, και τούτο διότι ουσιαστικά ήταν δύο πλοία το ένα εντός του άλλου όπου το ενδιάμεσο κενό αποτελούσαν τα πρωτοποριακά για τότε διπύθμενα καθώς και πλευρικοί χώροι δεξαμενών.








Τα αρχικά RMS (Royal Mail Steamer) σήμαιναν ότι το πλοίο αναλάμβανε τη μεταφορά ταχυδρομείου για τα Βασιλικά Ταχυδρομεία (Royal Mail) του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως τα ελληνικά επιβατηγά πλοία τα λεγόμενα "ποστάλια". Στις 23:40 14 Απριλίου 1912, κατά τη διάρκεια του παρθενικού ταξιδιού του, συγκρούστηκε με ένα παγόβουνο στον Ατλαντικό Ωκεανό.Παρ' όλες τις προσπάθειες που έγιναν να αποφύγει την σύγκρουση,(πίσω ολοταχώς, στροφή αριστερά) το μοιραίο δεν άργησε να γίνει καθώς το πλοίο είχε αναπτύξει την μέγιστη ταχύτητα γιατί ήθελαν να φτάσουν στο λιμάνι της Ν.Υόρκης πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Το παγόβουνο έσκισε το κύτος του πλοίου, ξεκινώντας από την πλώρη, όπου κατέστρεψε και τα 5 στεγανά μέρη του πλοίου επιτρέποντας την εισροή υδάτων στο σκάφος.Το πλοίο είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε ακόμα και αν πλημμύριζαν 4 στεγανά να μπορούσε να επιπλεύσει,όχι όμως και τα 5. Το πλοίο ήταν από τα πρώτα που χρησιμοποίησε το σήμα κινδύνου SOS, πρότερα και αντί αυτού χρησιμοποιούνταν το CQD (CQ Distress). Ο Τιτανικός βυθίστηκε δύο ώρες και σαράντα λεπτά αργότερα στις 02:20 στις 15 Απριλίου. Το κύτος κατά την βύθιση έσπασε σε 2 κομμάτια, αφού ενώ βυθιζόταν με την πλώρη προς τα κάτω και την πρύμνη προς τα πάνω, κόπηκε στην μέση λόγω του τεράστιου μεγέθους της πρύμνης. Η βύθισή του παρέσυρε στο θάνατο περίπου 1.500 ανθρώπους με τους υπόλοιπους 700 να βρίσκονται στις σωσίβιες λέμβους και να παρακολουθούν το τραγικό γεγονός.Το ναυάγιο αυτό θεωρείται ένα από τα τραγικότερα "εν καιρώ ειρήνης" ναυάγια. Η περισυλλογή των διασωθέντων έγινε από το πλοίο 'Καρπάθια'.

 Με αφορμή την συμπλήρωση 100 ετών από το τραγικό ναυάγιο του Τιτανικού, ο James Cameron και η ομάδα του ετοίμασαν μια αναπαράσταση που δείχνει νέα ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τη βύθιση του πλοίου.



 



πηγές:

29 Μαΐου 2011

H Πόλις Εάλω



558 χρόνια μετά...

Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 7 Απριλίου ως τις 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.

Η πολιορκία

Στις 7 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β' και στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Κατά την έναρξη της πολιορκίας ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας πήρε θέση κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι από τον σουλτάνο. Στο πλευρό του είχε τον Ιουστινιάνη. Το μεγάλο τουρκικό κανόνι είχε τοποθετηθεί ακριβώς μπροστά και για τον λόγο αυτό οι Βυζαντινοί τοποθέτησαν μεγάλο μέρος του στρατού σε αυτό το μέρος των τειχών.
Στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια, που συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία. Στις 18 Απριλίου αποκρούστηκε με επιτυχία η πρώτη συντονισμένη τουρκική έφοδος και το ηθικό των Βυζαντινών αναπτερώθηκε.
Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: τρία γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή.
Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για τον σκοπό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.
Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.
Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:
"Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν"

Η τελική επίθεση

Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β' κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχή πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου.
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Γ. Φραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
"...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας."

Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.

Θρύλοι και παραδόσεις

Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.
Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία.Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει ( ο Κωνσταντίνος ) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες της πόλης τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος.


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

1 Μαΐου 2011

16 Απριλίου 2011

Thessaloniki Forward


Θεσσαλονίκη, ελληνική πόλη με ιστορία, παρόν και μέλλον. Απ’ τα κάστρα της Άνω Πόλης μέχρι την Παραλία, η Θεσσαλονίκη συνθέτει ένα ψηφιδωτό εικόνων, πολιτισμού και γεύσεων.
Με σύγχρονες ξενοδοχειακές υποδομές, λιμάνι και αεροδρόμιο, εύκολη πρόσβαση στα αξιοθέατα και μουσεία, πολλές Πανεπιστημιακές Σχολές, πληθώρα εμπορικών καταστημάτων και κέντρων ψυχαγωγίας και με μια ευρύτερη περιοχή με εξαιρετικό ενδιαφέρον (Χαλκιδική, Άγιο Όρος, Βεργίνα, Πέλλα, Δίον και Όλυμπος) αποτελεί ιδανικό προορισμό για όλες τις εποχές.

Σήμερα, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, μπορούμε όλοι να συμβάλλουμε στην προσπάθεια να γίνει η πόλη τουριστικός προορισμός και μάλιστα χωρίς οικονομικό κόστος.

 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αγαπητοί Φίλοι,

Η καθιέρωση της Θεσσαλονίκης ως ενός αναγνωρίσιμου και ελκυστικού προορισμού, τόσο εντός, όσο και εκτός Ελλάδος, αποτελεί κεντρικό στόχο των ανθρώπων της πόλης.

Σήμερα με τη χρήση των νέων τεχνολογιών μπορούμε όλοι να συμβάλλουμε στην επίτευξη αυτού του στόχου με έναν τρόπο ο οποίος δεν έχει κόστος. Όπως πιθανά θα προσέξατε,
το email που σας αποστέλλω, όπως και όλα τα emails που αποστέλλω στην Ελλάδα και το εξωτερικό, συνοδεύονται από την ψηφιακή υπογραφή ThessalonikiForward.

Σας προτείνω λοιπόν να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.thessalonikiforward.gr και να υιοθετήσετε κι εσείς την ίδια υπογραφή. Σας προτρέπω επίσης, να τοποθετήσετε το
αντίστοιχο banner στην προσωπική ή εταιρική σας ιστοσελίδα, κατεβάζοντάς το από τον ίδιο ιστοχώρο. Με αυτόν τον τρόπο παρακινείτε τους παραλήπτες των emails σας και τους
επισκέπτες της ιστοσελίδας σας να ανακαλύψουν όλους τους λόγους για τους οποίους πρέπει η Θεσσαλονίκη να αποτελέσει τον επόμενο ταξιδιωτικό προορισμό τους.

Με τη δική σας συμμετοχή, ενδυναμώνεται η προσπάθεια. Διαδώστέ το σε όσους περισσότερους μπορείτε. Βοηθήστε κι εσείς να αποκτήσει η Θεσσαλονίκη στο «χάρτη» των
κορυφαίων τουριστικών προορισμών, μια σημαντική θέση.

21 Νοεμβρίου 2010

Τα εισόδια της Θεοτόκου – 21 Νοεμβρίου


Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. Παντελεήμονος

Μεγάλη και παγκόσμιος είναι η σημερινή γιορτή της Παναγίας ενδόξου, υπερευλογημένης, δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Ολόκληρος ο Ορθόδοξος Χριστιανικός κόσμος σ’ όλα τα μέρη της γης πανηγυρίζει τα Εισόδια στα Άγια των Αγίων της Μητέρας του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Άνθρωποι και άγγελοι συγχωρεύουν και συναγάλλονται. Ευφραίνεται και πανηγυρίζει η γη και οι πιστοί σπεύδουν με κάθε ευλάβεια να τιμήσουν την πανύμνητο Μητέρα του Κυρίου μας. Οι Χριστιανοί προστρέχουν με πίστη για να ασπασθούν την αγία εικόνα Της. Με συντριβή καρδίας στρέφουν οι πονεμένοι τις προσευχές τους σ’ Αυτή, για να Της εκφράσουν τον πόνο τους, να ζητήσουν την προστασία και τη βοήθειά Της. Όλοι οι πιστοί θα Την μακαρίζουν, θα την ανυμνούν, θα την δοξάζουν σ’ όλες τις εποχές. Η Θεοτόκος Μαρία είναι η πηγή του αγιασμού και της σωτηρίας για όλους, μικρούς και μεγάλους.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου αποτελούν το προπαρασκευαστικό στάδιο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Εισέρχεται στα Άγια των Αγίων όπου μόνο ο Αρχιερεύς εισήρχετο μια φορά το χρόνο. Την υποδέχεται ο Προφήτης Ζαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, και λαμπαδηφόροι παρθένες συνοδεύουν την μόλις τριών ετών Παρθένο και Αγνή Κόρη του Ιωακείμ και της Άννης. Εισέρχεται στα Άγια των Αγίων Αυτή, που αξιώθηκε να γίνει η έμψυχος Κιβωτός του Θεού και τρέφεται με ουράνια τροφή. Εισέρχεται στα Άγια των Αγίων Αυτή, που με την αγιότητά Της ξεπέρασε την αγιότητα όλων των Αγγελικών Ταγμάτων. Εισέρχεται στα Άγια των Αγίων, σαν χρυσό θυμιατήρι, Αυτή, που δέχθηκε στα μητρικά Της σπλάγχνα το Πυρ της Θεότητας. Εισέρχεται στα Άγια των Αγίων, σαν τη χρυσή στάμνα που περιέχει το Μάννα, Αυτή, που έφερε τον Ουράνιο Άρτιο, τον Χριστό. Εισέρχεται στα Άγια των Αγίων Αυτή, που θα έτρεφε τον Δημιουργό του Σύμπαντος.

Η Θεοτόκος Μαρία καταστάθηκε Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού. Γι’ αυτό την αγία προσωπικότητα Της προφήτευσαν οι Προφήτες. Ο Μωυσής Την είδε, σαν την φλεγόμενη, αλλά μη καιγόμενη Βάτο. Ο Ιακώβ, σαν την Κλίμακα, που ένωνε την γη με τον ουρανό. Ο Αββακούμ, σαν την ένδροσο Πόκο. Ο Αανιήλ, σαν το Όρος το Άγιο και αλλατόμητο.

Η Αειπάρθενος Κόρη, η Θεομήτωρ Μαρία σήμερα εισέρχεται στα αγιότερα μέρη του επιγείου ναού του Θεού και καταξιώνεται να γίνει ο υπέρλαμπρος Ναός του Σωτήρος Χριστού. Φεύγει από το κόσμο και εισέρχεται στα άνω Βασίλεια. Άγγελοι και άνθρωποι την συνοδεύουν. Και η Μήτηρ του Κυρίου παρέστη σαν Βασίλισσα «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».

Πολλά ονόματα μεγάλων γυναικών πέρασαν από την ανθρώπινη ιστορία στην άβυσσο της λήθης. Πολλές βασίλισσες με μεγάλη δύναμη έσβησαν και εξαφανίσθηκαν. Το όνομα όμως της Αειπαρθένου Μαρίας μένει αθάνατο στους αιώνας. Το όνομα της Μητέρας του Θεού συγκινεί, παρηγορεί και σώζει όσους με πίστη προστρέχουν σ’ Αυτήν.

Η Εκκλησία του Θεού σ’ όλα τα σημεία της γης ψάλλει εγκώμια και ύμνους προς το μεγαλείο Της. Ακούγεται η ικετευτική δέηση των πιστών. Η προφητική ρήση της Θεομήτορος, «ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» εκπληρώνεται.

Η δόξα και το μεγαλείο της Θεοτόκου βρίσκεται στη μεγάλη ταπείνωσή Της. Για να συμμετάσχει κανείς στη δόξα του Θεού πρέπει να περάσει προηγουμένως από τους στενούς δρόμους της ταπείνωσης. Η Θεοτόκος παρ’ όλο το μεγαλείο Της, δεν καυχήθηκε. Ήταν η ταπεινή Κόρη, η υπομονητική Μητέρα, που για Χάρη του Υιού Της ανέλαβε όλες τις ευθύνες Της προς Χάρη της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Υπήρξε η μαρτυρική και τεθλιμμένη Μητέρα, που γεύθηκε την πικρία των αδίκων υποψιών του Ιωσήφ.

Την υπερφυή γέννηση του Υιού Της συνόδευσε ο εξοντωτικός διωγμός του Ηρώδη και η φυγή στη Αίγυπτο. Τα θαύματα και τις επευφημίες του λαού για τον Υιό Της παρακολουθούν οι διαβολές και οι συκοφαντίες των Γραμματέων και Φαρισαίων, που αποσκοπούσαν να χύσουν το πικρό δηλητήριο στη μητρική Της καρδιά.

Ο σκληρός και ατιμωτικός θάνατος του Υιού Της την έκαμε να μαρτυρήσει. Αντίκρισε το παιδί Της πάνω στο Σταυρό αιμόφυρτο και παλαίοντας με τον θάνατο. Τον είδε νεκρό, γυμνό, άταφο. Ποιά οδύνη και θλίψη σπάραξε τη μητρική Της καρδιά! Τότε πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Αικαίου Σημεών, ότι από τη καρδιά Της θα περάσει «ρομφαία δίστομος». Αλλ’ η Παρθένος δεν κλονίσθηκε, ούτε ολιγοψύχησε, ούτε αγανάκτησε για την άδικη σφαγή του Υιού Της. Υπέμεινε καρτερικά το Μαρτύριο Εκείνου, σαν να ήταν δικό Της μαρτύριο.

Η Παναγία Παρθένος μας δείχνει με το παράδειγμά Της το δρόμο προς την δόξα. Η ταπείνωσή Της την ανύψωσαν στην ουράνιο δόξα. Τα Εισόδια της Θεοτόκου είναι το προοίμιο της σωτηρίας, που άνοιξε τις πύλες του Ουρανού. Αναδείχθηκε το πολυτιμότερο κόσμημα του ουρανού, διότι έγινε η Πύλη του Ουρανού. Υπήρξε η πιστή δούλη του Κυρίου, που υπέμεινε τους ψυχικούς πόνους για τα όσα υπόφερε ο Σωτήρας του κόσμου. Είναι το καταφύγιο των θλιβομένων.

Σήμερα, οφείλομε να εμπνευσθούμε από την όλη προσωπικότητα της Αειπαρθένου Κόρης. Στις ευτυχίες και στις δυστυχίες μας, στις χαρές και στις λύπες μας, στο πόνο και στους προβληματισμούς μας, ας έχουμε βοηθό και προστάτη τη Υπέρμαχο Στρατηγό.

Η υπερένδοξος του Θεού Μητέρα, και των αγίων αγγέλων αγιοτέρα, μας προσκαλεί να εισέλθουμε και εμείς στα Άγια των Αγίων. Μας καλεί να εισέλθουμε συνοδευόμενοι από τις λαμπαδοφόρες αρετές και να καταστούμε και εμείς ναοί έμψυχοι του Υιού Της. Με την αγία ζωή μας πρέπει να τιμήσουμε τη σημερινή γιορτή. Τα Εισόδια της Θεοτόκου, ας γίνουν αφορμή για να βιώσουμε τα δικά μας εισόδια στο ναό των αρετών.

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/

21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ.H ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ



«Δεν είναι τυχαίον ότι σήμερα ημέρα εορτασμού των Εισοδίων της Θεοτόκου, καθορίστηκε να εορτάζεται με κάθε επισημότητα και ως ημέρα απόδοσης της οφειλόμενης τιμής στην αποστολή και την προσφορά των Ενόπλων Δυνάμεων της Πατρίδας μας.

Η εορταστική αυτή εκδήλωση, αποβλέπει, σύμφωνα με τις οδηγίες της Πολιτείας και τις διαταγές των Γενικών Επιτελείων, στην επισήμανση των αρετών της Ελληνικής Φυλής και κυρίως στην Πολεμική Αρετή των Ελλήνων.

Διότι πιστεύουμε ότι η υπεράσπιση βωμών και εστιών από κάθε ξένη επιβουλή ήταν, είναι και πρέπει να είναι καθήκον κάθε Έλληνα.

Και τούτο αποτελεί αρετήν.

Διότι δεν είναι προϊόν ενθουσιασμού ή παρόρμησης, ενστίκτων ή επιθετικότητας. Είναι προϊόν παιδείας, ενσυνείδητης διάθεσης, σταθερής απόφασης για την υπεράσπιση όλων εκείνων που με τόσες θυσίες οι πρόγονοι απέκτησαν, ανέδειξαν, διεμόρφωσαν, μετέδωσαν.

Παίδες Ελλήνων ιτε

Ελευθερούτε πατρίδα

Ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας

Θεών τε πατρώων έδη

Θήκας τε προγόνων

Νυν υπέρ πάντων αγών

Ο παιάνας αυτός της Σαλαμίνας που ήχησε προ χιλιάδων ετών εξακολουθεί να ηχεί στ'; αυτιά εχθρών και φίλων.

Για τους Έλληνες ανέκαθεν, από αρχαιοτάτων χρόνων, πρώτιστη και υπέρτατη αρετή εθεωρείτο η ελευθερία.

Αρετή, η σταθερή θέληση, ή ακλόνητη απόφαση να υπερασπιζόμεθα την γη και τον Πολιτισμό μας όχι μόνο με λόγια.

Η δυσκολία του χώρου που ανέκαθεν κατοικούμε απαιτεί την εφαρμογή της αρετής αυτής με έργα. Και το έργο τούτο είναι αίμα και θυσία.

Ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας διδάσκουν, παιδεύουν, νουθετούν, εξορκίζουν τους παίδας Ελλήνων. Εις οιωνός άριστος αμύνεστε περί πατρίς.

Και στο Βυζάντιο, ως προσωποποίηση όλων των αρετών, ως Κεχαριτωμένη - ως Θεομήτωρ - ως Μεγαλόχαρη, τώρα ως υπέρμαχος Στρατηγός καθοδηγεί τα Ελληνικά Όπλα και υπερασπίζεται τη Βασιλεύουσα.

Δεν είναι τυχαίον επίσης ότι ο Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών, κατά παράδοσιν πλέον, φέρει την ευθύνην της εκφώνησης του Πανηγυρικού της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων.

Οι Έφεδροι Αξιωματικοί οι οποίοι επιλέγονται ως το άνθος του Ελληνικού Λαού μαζί με τους μόνιμους Αξιωματικούς και τα Στρατευμένα Νειάτα, αποτελούν την ασπίδα και το δόρυ συγχρόνων του Ελληνικού Έθνους.

Δια τούτο και ο Ελληνικός Λαός, υπήρξε και είναι πάντα, στο πλευρό των στρατευμένων παιδιών του, υπέρ Ενόπλων Ελληνικών Δυνάμεων.

Ζήτωσαν οι Ένοπλες Δυνάμεις!».

(Aπόσπασμα απο πανηγυρικό λόγο της ημέρας του Προέδρου των εφέδρων Αξιωματικών, Νομίατρου, κ. Γεωργίου Κουρή, πηγή:http://www.mykefalonia.com)


[αναδημοσίευση από: http://orthodox-world.pblogs.gr ]

27 Οκτωβρίου 2010

28η Οκτωβρίου 1940 - "ΟΧΙ"


Τιμή στους αγωνιστές του ΟΧΙ, σε αυτούς που δεν ένιωθαν κατά βάθος "σκλάβοι" και πολέμησαν για το δικαίωμα να αποφασίζουν για τον τόπο τους...

Εδώ τo χρονικό του αγώνα ...


28 Οκτωβρίου 1940 - Χρονικό

Όταν στις 3 το πρωί της 28ης Οκτώβρη 1940 ο Ιταλός πρέσβης φτάνει έξω από το σπίτι του Μεταξά, ο οποίος από τις 4 Αυγούστου του 1936 έχει καταλύσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα της χώρας και κυβερνά δικτατορικά, μόνο η Αγγλία πολεμά με τη Γερμανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση είναι ακόμα εκτός του πολέμου.

Το ιταλικό τελεσίγραφο είναι γραμμένο στα γαλλικά. «(...) Η Ιταλική κυβέρνηση κατέληξε στην απόφαση να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση (...) την άδεια να καταλάβει δια των Ενόπλων Δυνάμεων της ορισμένα στρατηγικής σημασίας σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από την Ελληνική Κυβέρνηση να μην αντιταχθεί στην κατάληψη αυτή και να μην παρεμποδίσει την ελεύθερη διέλευση των (ιταλικών) στρατευμάτων. Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από την Ελληνική Κυβέρνηση να δώσει αμέσως στις στρατιωτικές αρχές τις απαραίτητες διαταγές, ώστε η κατάληψη αυτή να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο ειρηνικό. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα συναντήσουν αντίσταση (...)». Ο Μεταξάς τελειώνει την ανάγνωση του εγγράφου. Donc, Monsieur c` est la guerre απαντά. Ο Γκράτσι αποχωρεί. Στις 5 το πρωί συνέρχεται το Υπουργικό Συμβούλιο.


Ο Μεταξάς καταλαβαίνει ότι ο πόλεμος που εμπλέκεται η Ελλάδα είναι διαφορετικός από τον πόλεμο του 1912. «Τα συμφέροντα του Άξονα είναι αναπόσπαστα και αργά η γρήγορα θα πολεμήσουμε τους Γερμανούς», σημειώνει και δεν αποκλείει ότι μπορεί να χαθεί η Μακεδονία και η Ήπειρος, ακόμα και η Αθήνα και ότι θα έπρεπε να προετοιμαστούν να πολεμήσουν στην Πελοπόννησο ή στην Κρήτη σ` ένα «πόλεμο τιμής». Εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η νίκη τελικώς θα είναι των Συμμάχων, προσθέτοντας ότι αυτή δεν θα κριθεί στη Βαλκανική. Δήλωσε πως θα πατάξει αμείλικτα κάθε κριτική που θα έκρινε ότι είναι ηττοπαθής στην ώρα του αγώνα και υπέγραψε το διάταγμα Γενικής Επιστράτευσης που ήταν ήδη έτοιμο από τις 15 Αυγούστου, μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης». Μετά ζήτησε από το Υπουργικό Συμβούλιο την προ έγκριση νόμου που θα πρόβλεπε πως «ουδείς Έλλην καθίσταται πλουσιότερος εκ του πολέμου». Η πρόταση αυτή δεν θα υλοποιηθεί ποτέ.


Μόλις έγινε γνωστή η κήρυξη του πολέμου εξόριστοι πολιτικοί επιστρέφουν με την άδεια της κυβέρνησης στην Αθήνα. Μόνο τους κομμουνιστές κρατά το καθεστώς έγκλειστους, παρά την εκφρασμένη επιθυμία τους να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Όσοι από αυτούς δεν κατάφεραν να δραπετεύσουν από τα ξερονήσια και τις φυλακές με την κατάρρευση του Μετώπου θα παραδοθούν στους κατακτητές και οι περισσότεροι θα εκτελεστούν σε αντίποινα για την αντιστασιακή δράση κατά των στρατευμάτων κατοχής.



Στις απογευματινές ώρες της 28 Οκτώβρη 1940 εξεδόθη το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. «Αι Ιταλικά στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από τας 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Ο Πρόεδρος Ρούζβελτ το βράδυ της 28ης Οκτώβρη σε ομιλία του στη Νέα Υόρκη εκφράζει τη θλίψη του για την Ιταλική επίθεση στην Ελλάδα. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ σε τηλεγράφημά του στον Μεταξά δηλώνει: «Θα σας παράσχωμεν όλην την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν νίκην».

Η Ελλάδα υστερούσε έναντι του αντιπάλου της τόσο αριθμητικώς, όσο και σε στρατιωτικά μέσα. Ήταν σχεδόν ανοχύρωτη προς την πλευρά της Αλβανίας και ασθενής ως προς τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα μπορούσε να διαθέσει για καλύτερη άμυνα. Ο Μεταξάς είχε περιοριστεί στη λήψη στοιχειωδών μέτρων άμυνας στα ελληνοαλβανικά σύνορα, θέλοντας να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να γίνει η αφορμή ιταλικής επέμβασης. Εκτιμούσε δε ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μακρόχρονη κινητοποίηση με επιστράτευση δέκα ηλικιών που ήθελε ο Παπάγος. Μη περιμένοντας εξάλλου απειλή από την πλευρά των ελληνοτουρκικών και των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων, περιόρισε τις προσπάθειές του στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα όπου κατασκεύασε την περίφημη Γραμμή Μεταξά για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης ελληνοβουλγαρικής σύρραξης, μόνη της ή σε συνδυασμό με ελληνοϊταλική μέσω Αλβανίας.

Την παραμονή της 28 Οκτώβρη ο ελληνικός στρατός υπό την αρχιστρατηγία του Αλέξανδρου Παπάγου ήταν δύο Μεραρχίες και μερικά τάγματα συνολικής δύναμης 35.000 ανδρών. Οι ιταλικές δυνάμεις κατά την έναρξη του πολέμου υπό τις διαταγές του στρατηγού Βισκόντι Πράσκα ανήρχοντο στους 135.000 άνδρες. Έτσι στη πρώτη φάση του ελληνοϊταλικού πολέμου οι ελληνικές δυνάμεις υποχωρούν συμπτυσσόμενες, μέχρι να ολοκληρωθεί η σε εξέλιξη επιστράτευση που χρειαζόταν τουλάχιστον 15 μέρες. Η γενική αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων σε όλο το Αλβανικό Μέτωπο άρχισε στις 14 Νοέμβρη.


Στις 22 Νοέμβρη τμήματα του Γ` Σώματος Στρατού μπαίνουν στη Κορυτσά την οποία είχαν εκκενώσει οι Ιταλοί. Είναι η πρώτη μεγάλη ελληνική νίκη. Η πόλη θα μείνει υπό ελληνική διοίκηση ως τις 12 Απρίλη 1941. Κατά την διάρκεια της μάχης για την κατάληψή της χρειάστηκε όμως να αντικατασταθούν διοικήσεις μονάδων για ανεπάρκεια, ενώ τουφεκίστηκαν δέκα στρατιώτες. Χαρακτηριστικό πάντως του κλίματος που υπήρχε στα ανώτατα κλιμάκια που είχαν την ευθύνη του πολέμου είναι το εξής περιστατικό. Λίγες μέρες μετά την κατάληψη της Κορυτσάς στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου είναι εγκατεστημένο το Γενικό Στρατηγείο, συντρώγουν ο Μεταξάς με τον βασιλιά Γεώργιο Β`.

Σε διπλανό τραπέζι είναι ο Παπάγος. «Αλέκου αρχιστρατηγούντος έπεσε η Κορυτσά, λέει κάποια στιγμή ο δικτάτορας στον βασιλιά. Ο Γεώργιος χαμογέλασε συγκαταβατικά. Το ειρωνικό αυτό σχόλιο απηχούσε ευρύτερη κριτική σε βάρος του Παπάγου, επειδή την ώρα του Αγώνα παρέμενε στην Αθήνα, αρκούμενος σε σποραδικές επισκέψεις στο Μέτωπο. Επίσης απηχούσε τόσο τα αισθήματα του Μεταξά ο οποίος διόλου δεν συμπαθούσε τον αρχιστράτηγο, όσο και τα ανάλογα προς αυτόν αισθήματα του βασιλιά, αν και ο Παπάγος είχε πρωταγωνιστήσει στο πραξικόπημα για την επάνοδο στο θρόνοι της Δυναστείας των Γλίξμπουργκ. Παρόλα αυτά ο Παπάγος παρέμεινε βασιλόφρων μέχρι τον θάνατό του, ακόμα και όταν ήλθε σε ρήξη με τον Παύλο, λόγω της Φρειδερίκης.

Στις 30 Νοέμβρη καταλαμβάνεται το Πόγραδετς. Στις 5 Δεκέμβρη η Πρεμετή. Την επομένη οι Άγιοι Σαράντα. Οι Ιταλοί υποχωρούν βαλλόμενοι από ελληνικά τμήματα προς την Χειμάρα. Εγκαταλείπουν τα περί το Αργυρόκαστρο οχυρά. Στις 7 Δεκέμβρη καταλαμβάνεται το Δέλβινο. Στις 8 Δεκέμβρη ελληνικός στρατός μπαίνει στο Αργυρόκαστρο. Στις 22 Δεκέμβρη χωρίς αντίσταση καταλαμβάνεται η Χειμάρα. Την προηγούμενη τμήμα Χωροφυλακής είχε καταλάβει τη Σπηλιά, το επίνειο της πόλης. Στις 10 Γενάρη, μετά από διήμερες σκληρές μάχες καταλαμβάνεται ο κόμβος της Κλεισούρας. Στις 22 Γενάρη ελληνικές δυνάμεις διαβαίνουν το ποταμό Αψο και καταλαμβάνουν ολοκληρωτικά την κορυφογραμμή Γαρονίν - Σπαντάριτ. Στο τέλος του Γενάρη του 1941 οι Έλληνες κατείχαν την γραμμή από Χειμάρα μέχρι Κλεισούρα και ανατολικά της Τρεμπεσίνας.

Τον αρχιστράτηγο των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία Βισκόντι Πράσκα είχε ήδη μετά τις πρώτες ιταλικές αποτυχίες αντικαταστήσει ο Ουμπάλντο Σοντού. Ο νέος αρχιστράτηγος είχε δηλώσει ότι προετοιμάζει «με ήρεμη αποφασιστικότητα την κατάληψη της Ελλάδος». Λίγο αργότερα θα παραχωρήσει τη θέση του στον αρχηγό του Ιταλικού γενικού Επιτελείου Ούγκο Καβαλλέρο. Τρεις αρχιστράτηγοι σε δύο μήνες πολέμου. ΟΙ Γερμανοί αρχίζουν να ανησυχούν.
Στις 3 Γενάρη ο στρατηγός Γκουτζόνι, βοηθός του αρχηγού του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου, ζητά από τον στρατιωτικό ακόλουθο στη Ρώμη, στρατηγό Εννο φον Ρίντελεν, ορισμένες γερμανικές μονάδες για λόγους ασφαλείας. Στις 11 Γενάρη ο φον Ρίντελεν επιθεωρεί το Μέτωπο και κινδυνεύει να συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Έλληνες που καταλαμβάνουν τη Κλεισούρα. Οι διαπιστώσεις του είναι δραματικές για τις ιταλικές δυνάμεις όπου βλέπει άνδρες εξαντλημένους με χαμηλό ηθικό, έλλειψη τροφίμων και πυρομαχικών, κατάρρευση των υπηρεσιών. Οι Γερμανοί αποφασίζουν να επέμβουν. Ο Χίτλερ διατάσσει την προετοιμασία επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Η «Επιχείρηση Μαρίτα», προβλέπει δυόμισι μεραρχίες για την περίσταση έκτακτης ανάγκης. Ακολουθεί νέα επιχείρηση. Η «Επιχείρηση Μενεξές».

Στις 14 Γενάρη 1941 Γερμανοί αξιωματικοί υπό τον συνταγματάρχη Γιόντλ, αδελφό του Αρχηγού του ιδιαίτερου επιτελείου του Χίτλερ φτάνουν στη Αλβανία και μελετούν επιτόπου την κατάσταση. Ο φον Ρίντελεν εμφανίζεται στο στρατηγείο του Χίτλερ απογοητευμένος από όσα διαπίστωσε. Ο στρατηγός φον Πάουλους ενδιαφέρεται προσωπικά.


Το ενδεχόμενο γερμανικής επέμβασης η ελληνική πλευρά το αντιμετώπιζε από τότε που η άμυνα στην ιταλική εισβολή είχε μετατραπεί σε ελληνική επίθεση. Η εκτίμηση της ελληνικής ηγεσίας ήταν πως η δυσμενής για τους Ιταλούς έκβαση της υπόθεσης δεν θα άφηνε μέχρι το τέλος αδιάφορους τους συμμάχους τους. Άλλωστε, όσο και αν τυπικά η βρετανική βοήθεια θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στην αντιμετώπιση της ιταλικής επίθεσης, δεν έπαυε στην ουσία κάθε ανάμιξη των βρετανών να θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των γερμανών στην περιοχή. Στους πρώτους
μήνες η βρετανική βοήθεια είχε περιοριστεί στην αεροπορική συνδρομή, τα μεταφορικά μέσα, τη ναυτική συμπαράσταση και τις οικονομικές πιστώσεις. Από την αρχή όμως του 1941 μπήκε το ζήτημα της ενεργότερης βρετανικής συμμετοχής στον πόλεμο.

Η Βρετανία μπορούσε να διαθέσει δύο ή τρεις μεραρχίες και μικρή αεροπορική προστασία εντός διμήνου, χρόνου αναγκαίου για την προπαρασκευή της απόβασης στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς έκρινε ότι η ενίσχυση αυτή ήταν ανεπαρκής και ότι οι δυνάμεις αυτές αν και δεν θα βοηθούσαν ουσιαστικά τους έλληνες, θα έδιναν όμως το πρόσχημα στους γερμανούς να επέμβουν. Έτσι απέρριψε την πρόταση άμεσης μεταφοράς βρετανικών δυνάμεων. Για την απόφασή του αυτή ενημερώθηκε η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση η οποία με τη σειρά της ενημέρωσε τους Γερμανούς. Γεγονός που καταρρίπτει το γερμανικό επιχείρημα πως επετέθησαν εναντίον της Ελλάδας για να εκδιώξουν τους βρετανούς, αφού γνώριζαν πως βρετανική απόβαση αποκλειόταν, εκτός εάν γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν στη Βουλγαρία. Όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα η βρετανική βοήθεια είχε μόνο πολιτική σημασία. Η Βρετανία ήθελε να φανεί συνεπής στις προς την Ελλάδα υποχρεώσεις της και στις εγγυήσεις που είχε δώσει, αποβλέποντας όμως τελικά στη Μάχη της Κρήτης, ο δε Μεταξάς δεχόταν παρουσία βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα μόνο όταν γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν στη Βουλγαρία.

Ο Μεταξάς πέθανε στις 29 Γενάρη 1941. Μέχρι το τέλος της ζωής του έμεινε πιστός στην άποψη που είχε εκφράσει στον ναύαρχο Σακελαρίου: «Η θέση μας είναι να μείνωμεν σταθερώς παρά το πλευρόν της Αγγλίας. Παρά τα γνωστά ελαττώματά των οι Άγγλοι, παρά τις οχλήσεις που μας κάνουν δια τας χρηματικάς μαζί των διαφοράς, μόνον με την Αγγλίαν, εμείς, τα μικρά κράτη, μπορούμε να ευημερήσωμεν, έστω κι αν καμία φορά μας πετούν στον δρόμον. Με τους Γερμανούς κανένας λαός δεν μπορεί να ζήσει. Είτε ως σύμμαχοι, είτε ως εχθροί, αν πέσωμεν στα χέρια τους θα μας γδάρουν, θα μας κλωτσήσουν και ούτε αναπνοήν δεν θα μας αφήσουν να πάρωμεν! Συνεπώς όχι μόνον θα μείνωμεν σταθερώς με τους Άγγλους, αλλά πρέπει να κάμωμεν κάθε δυνατή προσπάθεια δια να χωνέψουν και αυτοί καλά ότι ημείς θα σταθούμε μέχρι τέλους εις το πλευρόν των, οποιαδήποτε και αν είναι η έκβασις του πολέμου».

Μετά τον θάνατο του μεταξά ο βασιλιάς επέλεξε για πρωθυπουργό τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρο Κοριζή. Η επιλογή αυτή αποδίδεται από πολλούς σε εισήγηση των Ι. Διάκου και Κ. Μανιαδάκη, στενών συνεργατών του αποβιώσαντα δικτάτορα, που επηρέαζαν πιο πολύ από κάθε άλλο συνεργάτη του. Με τον θάνατο του Μεταξά θα είναι ουσιαστικά τα μόνα στηρίγματα του Γεωργίου Β` ο οποίος συχνά κατέφευγε σε αυτούς για συμβουλές και πολιτικές εκτιμήσεις.

Στις 17 Φλεβάρη και ενώ ήδη οι ελληνικές δυνάμεις από το τέλος Γενάρη είχαν απωθήσει τους Ιταλούς σε βάθος 30 έως 50 χιλιομέτρων στο αλβανικό έδαφος, υπογράφτηκε το Βουλγαροτουρκικό σύμφωνο, με το οποίο οι δύο χώρες αναλάμβαναν την υποχρέωση να απόσχουν από κάθε μεταξύ τους επίθεση και να έχουν φιλικές και εμπορικές σχέσεις. Ήταν πιά φανερό πως η Τουρκία παρέκαμπτε το Ελληνοτουρκικό σύμφωνο, την ώρα μάλιστα που οι ελληνικές δυνάμεις στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη ήταν ήδη εξασθενημένες λόγω των μετακινήσεων μονάδων προς το Αλβανικό Μέτωπο. Παρ` όλα αυτά οι βρετανοί ελπίζουν πως μπορούν να προσεταιριστούν στην συμμαχία τους, τους Τούρκους. Ταυτόχρονα διαβεβαίωναν τους Γιουγκοσλάβους ότι θα τους βοηθούσαν με όσες δυνάμεις διέθεταν.

Στις 11 Φλεβάρη ο Τσώρτσιλ τηλεγραφεί στον στρατηγό Ουέιβελ: «Οι πρώτες μας σκέψεις πρέπει να είναι για τη σύμμαχό μας την Ελλάδα, η οποία πολεμά τόσο καλά. Εάν η Ελλάς υποταγεί ή αναγκαστεί να συνάψει χωριστή ειρήνη με την Ιταλία, παρέχουσα στους Γερμανούς αεροπορικές και ναυτικές βάσεις εναντίον μας, ο αντίκτυπος στην Τουρκία θα είναι πολύ δυσμενής. Αντιθέτως, εάν η Ελλάς, με βρετανική βοήθεια μπορέσει να συγκρατήσει για μερικούς μήνες την γερμανική προέλαση, οι πιθανότητες να επέμβει η Τουρκία αυξάνονται. Συνεπώς πρέπει να είμαστε σε θέση να διαθέσουμε στην Ελλάδα ένα τμήμα του στρατού μας που τώρα προστατεύει την Αίγυπτο και να προγραμματίσουμε την ενίσχυσή του με άνδρες και εφόδια στο ανώτατο δυνατό όριο».

Μέχρι το τέλος Φλεβάρη είχαν μεταφερθεί στην Αλβανία 10 νέες ιταλικές μεραρχίες. Ο Μουσολίνι παρακολουθούσε προσωπικά την προετοιμασία των ιταλικών δυνάμεων. Διέταξε την πλαισίωση του ιταλικού στρατού με τα μαχητικότερα φασιστικά στελέχη και τόνισε πως και υπουργοί ακόμα πρέπει να επανέλθουν στον στρατό και να πολεμήσουν στο Αλβανικό Μέτωπο. Έτσι πήγαν στην Αλβανία σαν αξιωματικοί οι υπουργοί Μπατάι, Παβολίνι, Ρικάρντι, Ρίτσι, Γκόρλα, Φαρινάτσι, Τζιανέττι, ακόμα και ο Τσιάνο. Ο ίδιος ο Μουσολίνι θα διευθύνει την επίθεση της Primavera. Στις 2 Μάρτη 1941 πιλοτάρει προσωπικά το αεροπλάνο από το Μπάρι προς το Τίρανα, όπου τον υποδέχονται ο αρχιστράτηγος Ούγκο Καβαλλέρο και οι άλλοι Ιταλοί στρατηγοί.

Η εαρινή επίθεση εκδηλώνεται στις 9 Μάρτη. Άρχισε με σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού και ισχυρότατη δράση της αεροπορίας. Την επόμενη μέρα οι επιθέσεις επανελήφθησαν κυρίως προς το τμήμα της Τρεμπεσίνας. Στα άλλα τμήματα του Μετώπου εκδηλώθηκαν τοπικές επιθέσεις. Παντού οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν τις ιταλικές επιθέσεις.


Στις 11 Μάρτη οι Ιταλοί επεχείρησαν ισχυρή επίθεση μεταξύ των ποταμών Αώου και Αψού. Νέες μεραρχίες πήραν μέρος και η προπαρασκευή πυροβολικού ήταν σφοδρή. Τη νύχτα της 11ης προς 12 Μάρτη η επίθεση εκδηλώθηκε στην περιοχή της Τρεμπεσίνας. Οι μεγάλες απώλειες που υπέστησαν οι ιταλοί ανέκοψαν την προσπάθειά τους. Επιτέθηκαν πάλι ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις στις 13 Μάρτη. Και αυτή η επίθεση αποκρούστηκε με μεγάλες απώλειες από την μεριά των ιταλών. Τη νύχτα όμως της 13 προς 14 Μάρτη άρχισε νέα σφοδρή επίθεση σε όλο το Μέτωπο, χωρίς όμως επιτυχία. Το πρωί της 14ης Μάρτη οι ιταλοί συνεχίζουν να επιτίθενται χωρίς αποτέλεσμα. Στις 15 Μάρτη περιορίζουν τις επιθετικές τους ενέργειες και στις 16 και 17 αρκούνται στη δράση πυροβολικού. Στις 18 Μάρτη εξαπολύουν επτά συνεχόμενες επιθέσεις που αποκρούονται παντού με σημαντικές απώλειες των ιταλικών δυνάμεων. Τα ίδια επαναλαμβάνονται στις 19 Μάρτη στη ζώνη Τρεμπεσίνας. Στις δύο επόμενες μέρες περιορίζονται σε δράση πυροβολικού και αεροπορίας. Νέα ανεπιτυχή επίθεση τη νύχτα της 21ης προς 22 Μάρτη. Μεσολαβεί περίοδος δράσης μόνο του πυροβολικού και τοπικών επιθέσεων που αποκρούονται από τους έλληνες και τη νύχτα της 23 προς 24 Μάρτη γίνονται δύο ισχυρές επιθέσεις που αντιμετωπίζονται με μάχη σώμα προς σώμα, με τη ξιφολόγχη και με χειροβομβίδες. Στις 25 Μάρτη, μέρα της ελληνικής εθνικής εορτής, μετά από σφοδρή δράση του πυροβολικού και της αεροπορίας εξαπολύεται η τελευταία ιταλική επίθεση σε όλο το Μέτωπο, η οποία αποκρούεται παντού με μεγάλες εκ μέρους των ιταλών απώλειες.

Αυτό ήταν το τέλος της μεγάλης εαρινής ιταλικής επίθεσης που σήμανε ουσιαστικά το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου και υπήρξε προσωπική ήττα του Μουσολίνι. Τετρακόσια αεροπλάνα και ισάριθμα πυροβόλα υποστήριξαν την από τον Μουσολίνι προσωπικά επιβλεπόμενη επίθεση. Οι πρώτες έξη μέρες υπήρξαν κόλαση πυρός. Ο ιταλός δικτάτορας που είχε στηρίξει πολλές ελπίδες στην επίθεση της Primavera εγκατέλειψε απογοητευμένος τα Τίρανα στις 20 Μάρτη. Χίλιοι διακόσιοι νεκροί αξιωματικοί και οπλίτες και 4.000 ήταν οι ελληνικές απώλειες στις 15 μέρες της εαρινής επίθεσης στις οποίες οι ιταλοί είχαν 12.000 νεκρούς και τραυματίες.


Στις 25 Μάρτη, μέρα που έληγε η εναντίον της Ελλάδας εαρινή ιταλική επίθεση, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υπέγραφε την προσχώρηση της χώρας στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα. Το αντάλλαγμα ήταν η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης στην Γιουγκοσλαβία. Στις 27 Μάρτη ξεσπά κίνημα που ανατρέπει τον αντιβασιλιά και η χώρα περνά στο πλευρό των Συμμάχων. Ακολουθεί σφοδρή γερμανική επίθεση που δεν μπορούν να αναχαιτίσουν οι Γιουγκοσλάβοι.


28 Οκτωβρίου 1940 - Χρονικό: Η Γερμανική Επίθεση

Το πρωί της 6ης Απρίλη ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα πληροφορεί τον πρωθυπουργό ότι την ώρα αυτή επιδίδεται νότα στον Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο. Ο Γερμανικός στρατός ζητά να μπει στην Ελλάδα για να διώξει τους Βρετανούς. Ο Κοριζής απαντά πως η Ελλάδα δίνει και στη Γερμανία την απάντηση που είχε δώσει στους Ιταλούς: Θα αντισταθεί.

Στις 5.15 τα γερμανικά στρατεύματα που επιτίθενται από την Κομοτηνή ως το Τριεθνές, θα αντιμετωπιστούν από τις μικρές δυνάμεις προκαλύψεως.

Το πρωί της 9ης Απρίλη γερμανικές μονάδες αρμάτων μάχης μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης υπογράφτηκε στη 1 το μεσημέρι από τον Διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Μακεδονίας αντιστράτηγο Μπακόπουλο και από το γερμανό Διοικητή της Μεραρχίας Αρμάτων. Ακλούθησε διαταγή στις δυνάμεις που ήταν ανατολικά του Αξιού να καταθέσουν τα όπλα. Μέχρι το απόγευμα είχαν σταματήσει οι εχθροπραξίες σε όλο το Μέτωπο του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας.


Στις 16 Απρίλη ο υπαρχηγός του Επιτελείου του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου συνταγματάρχης Θ. Γρηγορόπουλος παρουσιάστηκε στον Αρχιστράτηγο Παπάγο και του έδωσε έκθεση και άλλα έγγραφα. Ο Παπάγος είπε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής να μην εγκαταλειφθούν οι Βρετανοί Σύμμαχοι υπό των Ελλήνων, εφόσον μάχονται επί ελληνικού εδάφους.

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στα ανάκτορα Τατοΐου υπό την προεδρία του βασιλιά. Πήραν μέρος ο βρετανός πρέσβης, ο στρατηγός Ουίλσον, ο στρατηγός της αεροπορίας Ντ` Αλμπιάκ, ο ναύαρχος Τερλ, ο Αλ. Παπάγος, ο στρατηγός Χέιγουντ και ο συνταγματάρχης Κιτριλάκης. Ο έλληνας Αρχιστράτηγος εξέθεσε τη τραγική κατάσταση της Στρατιάς Ηπείρου. Οι Βρετανοί είπαν ότι θα μπορούσαν να κρατήσουν τις Θερμοπύλες ως τις 6 Μάη, εφ` όσον τα ελληνικά στρατεύματα της Ηπείρου συνεχίσουν τον αγώνα. Η σύσκεψη έληξε χωρίς να ληφθεί κάποια απόφαση, ήταν όμως προφανές ότι οι Βρετανοί προετοίμαζαν το έδαφος για να ρίξουν τις ευθύνες στην ελληνική πλευρά.


Το μεσημέρι της ίδιας μέρας συνήλθε το Υπουργικό Συμβούλιο με την παρουσία του βασιλιά. Ο υφυπουργός Στρατιωτικών Ν. Παπαδήμας ανακοίνωσε τηλεγράφημα του διοικητού του Β` Σώματος υποστράτηγου Γ. Μπάκου που μεταξύ άλλων σημείωνε: «(...) Εξορκίζω Υμάς, εν ονόματι του Θεού, λάβετε άμεσον απόφασιν ίνα μη θρηνήσωμεν ερείπια άνευ προηγουμένου (...)». Οι συζητήσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο δεν κατέληξαν πουθενά. Οι περισσότεροι υπουργοί εξέφρασαν την άποψη ότι η άμυνα πρέπει να συνεχιστεί. Ο υφυπουργός έκρινε πως μόνη διέξοδος είναι η αποχώρηση του βασιλιά και της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός μετά Αλ. Κοριζής μετά το τέλος της συνεδρίασης πρότεινε στο βασιλιά να αναθέσει την κυβέρνηση σε άλλα πρόσωπα, περισσότερο δυναμικά. Ο Γεώργιος δήλωσε ότι θα το δεχτεί. Ακολούθησε συνεργασία του βασιλιά με τον πρωθυπουργό και τον υφυπουργό Δημόσιας Ασφάλειας, στην οποία παραβρέθηκε και ο διάδοχος Παύλος. Λίγο αργότερα έμεινα μόνοι ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός. Κανείς δεν γνωρίζει τι ειπώθηκε μεταξύ τους.

Ο Κοριζής βγήκε από το ιδιαίτερο γραφείο του βασιλιά χλωμός. Χωρίς να πει λέξη σε κανένα πήρε το παλτό και το καπέλο του κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» μπήκε στο αυτοκίνητό του πήγε στο σπίτι του, κλειδώθηκε στη κάμαρα του και αυτοκτόνησε με δύο σφαίρες στη καρδία.

Αμέσως μετά την βιαστική αναχώρηση του πρωθυπουργού ο βασιλιάς φώναξε τον Διάκο και κάτι του είπε στο αυτί. Αυτός πήγε τρέχοντας στο σπίτι του Κοριζή, όπου έφτασε την στιγμή που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί της αυτοκτονίας του. Επέστρεψε στο ξενοδοχείο όπου είπε την είδης στους παριστάμενους υπουργούς. Ο βασιλιάς φανερά ταραγμένος είπε απαντώντας σε ερωτήσεις των υπουργών πως δεν είπε τίποτα που θα έπρεπε να κακοφανεί στον Κοριζή. Ξαφνικά αυτός σηκώθηκε, του φίλησε το χέρι και είπε ότι θα πάει στο σπίτι του για υπόθεσή του.

Στις 6.30 το απόγευμα της 18ης Απρίλη ο βασιλιάς έδωσε στον υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης Κώστα Κοτζία την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Αυτός κατέθεσε την εντολή τις πρωινές ώρες της επομένης. Ακολούθως εκλήθησαν αλληλοδιαδόχως οι Θ. Μανέτας, Στ. Γονατάς και Α. Μαζαράκης. Ο τελευταίος προς στιγμή δέχτηκε την εντολή και άρχισε να ψάχνει για υπουργούς. Δέχτηκαν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Κ. Βαρβαρέσσος, ο τέως πρέσβης στη Ρώμη Ι. Πολίτης, ο Θ. Μανέτας με τον όρο να μην συμμετέχει στη κυβέρνηση ο Μανιαδάκης, για τον οποίο όμως επέμενε ο βασιλιάς με την προτροπή όπως έλεγε των Άγγλων. Επίσης δέχτηκαν ο Δ. Μπότσαρης και ο Παπαφράγκος. Ο Μαζαράκης υπέδειξε στον βασιλιά να καλέσει και να ζητήσει την γνώμη πολιτικών προσώπων όπως του Καφαντάρη, του Παπαναστασίου, του Γονατά και άλλων. Ο βασιλιάς χωρίς να φέρει βασικές αντιρρήσεις δεν το έκανε με το πρόσχημα πως εκείνη την ώρα προέχει να καταρτιστεί κυβέρνηση. Οι υποψήφιου υπουργοί αποφασίστηκε να συνέλθουν την επόμενη 20 Απρίλη, Κυριακή του Πάσχα για να πάρουν τελικές αποφάσεις. Οι πέντε προαναφερόμενοι όντως συναντήθηκαν την επομένη μέρα. Τότε ο Θ. Μανέτας έθεσε το θέμα αν με δεδομένη την απελπιστική κατάσταση και την αδυναμία τόσο της Ελλάδας, όσο και των Άγγλων να την βελτιώσουν, υπήρχε λόγος συγκρότησης κυβέρνησης. Αυτή την άποψη δέχτηκε και ο Βαρβαρέσσος και στη συνέχεια οι υπόλοιποι. Όταν δε ήρθε ο βασιλιάς του ανακοίνωσαν τις σκέψεις τους.

Μετά την εξέλιξη αυτή ο βασιλιάς αναλαμβάνει ο ίδιος την πρωθυπουργία με αντιπρόεδρο και υπουργό Ναυτικών τον ναύαρχο Α. Σακελαρίου και υπουργό Οικονομικών τον και Εξωτερικών τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Την άλλη μέρα η πρωθυπουργία ανατίθεται στον Τσουδερό και αυτός είναι ο τελευταίος πρωθυπουργός της ελεύθερης ακόμα Ελλάδας. Στις 22 Απρίλη ο βασιλιάς και η κυβέρνηση σου θα αναχωρήσουν για τη Κρήτη. Στην Αθήνα παρέμεινε ο Α. Σακελαρίου για την τήρηση της τάξης.

Σχετικά με την πρωθυπουργοποίησή του ο Τσουδερός θα πει αργότερα στον βιογράφο του Ηλ. Βενέζη: «Ένα μήνα περίπου πριν είχα παρακληθεί από τον Κωνσταντίνον Μελάν να παραστώ εις πνευματιστικήν συνεδρίαν, κατά την οποίαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα μου ωμιλούσε από το Υπερπέραν. Έλαβα μέρος εις την συνεδρίασιν, εις την οποίαν παρίστατο, πλην του Κ. Μελά και ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου και η μεσάζουσα Δώρα Κασσιανίδου. Επεκοινώνουν με την μέθοδο της planchette. Μετά την κεκανονισμένην προσευχήν, που γίνεται στην αρχή της συνεδριάσεως, η οδηγός εκάλεσε τον Ελευθέριον Βενιζέλον, ο οποίος ήλθε και μου προανήγγειλε ότι λίαν προσεχώς, ύστερα από εθνικάς συμφοράς που προσεγγίζουν, θα εκαλούμην εις την Αρχήν και με συνεβούλευσε να μη διστάσω να αναλάβω. Μου έδιδε την υπόσχεσιν ότι θα με εβοήθει εις το δύσκολον αυτό έργον μου. Επηκολούθησε, εις τας επομένας ημέρας, και δεύτερη και τρίτη επικοινωνία, κατά τας οποίας, πλην του Ελευθερίου Βενιζέλου, προσήλθαν ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο πατήρ μου και άλλοι, οι οποίοι με συνεβούλευσαν όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο πατήρ μου και ο Ελευθέριος Βενιζέλος επροχώρησαν να μου είπουν (ακριβέστερον να γράψουν), επί ερωτήσει μου, το τι έπρεπε να είπω προς τον λαόν, όταν θ` ανελάμβανα Κυβερνήτης. Περί των συνεδριάσεων αυτών υπάρχουν πρακτικά. Αυτά με παρεκίνησαν να καθίσω και να ετοιμάσω τον λόγον, τον οποίον εξεφώνησα αργότερα, μόλις ανέλαβα την πρωθυπουργίαν. Δεν δυσκολεύομαι να ομολογήσω ότι εις αυτόν το λόγον έχω παρμένα αρκετά από τα υπαγορευθέντα υπό των Υπερπέραν. Έτσι εξηγείται πως ήμουν έτοιμος να ομιλήσω εντός ολίγων ωρών, αφότου ανελάμβανα Πρόεδρος της Κυβερνήσεως».

Στο μεταξύ και ενώ ο βασιλιάς και η κυβέρνηση ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για την Κρήτη, ο βρετανός πρέσβης Πάλαιρετ αξίωσε να υποχρεωθεί ο γερμανός πρέσβης και το προσωπικό της Γερμανικής Πρεσβείας, εν ανάγκη με τη βία, να ακολουθήσουν την κυβέρνηση στη Κρήτη. Να σημειωθεί ότι ο γερμανός πρέσβης και το προσωπικό της Πρεσβείας έπρεπε, κατά την διεθνή νομιμότητα, με την κήρυξη του πολέμου να είχε εγκαταλείψει την Αθήνα, όπως εξάλλου συνέβη και με τον έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο. Εν τούτοις, διαρκούσης της γερμανικής εισβολής, ο πρέσβης παρέμενε στη Πρεσβεία, η οποία είχε μετατραπεί σε καταφύγιο γερμανών κατασκόπων. Ο γερμανός διπλωμάτης στην αρχή δεν έφερε αντίρρηση να ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση. Στη συνέχεια όμως είπε πως αυτό θα το έκανε μόνο με την βία. Τότε οι έλληνες διπλωματικοί, εκτός εκείνων που επρόκειτο να φύγουν στο εξωτερικό, απείλησαν ότι αν ληφθεί οποιοδήποτε πιεστικό μέτρο κατά του γερμανού πρέσβη, θα παρητούντο ομαδικά. Ο βασιλιάς κάλεσε τον βρετανό πρέσβη και παρουσία του Τσουδερού του ανέλυσε την κατάσταση και του ζήτησε να δείξει κατανόηση...

Στις 20 Απρίλη ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου και οι διοικητές του Α` Σώματος αντιστράτηγος Παναγιώτης Δεμέστιχας και του Β`Σώματος αντιστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν με τους γερμανούς. Ο Παπάγος σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου σαν αντίθεση προς τα συμφέροντα της πατρίδας διέταξε την αντικατάσταση του και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων. Εν τούτοις το πρωτόκολλα της παράδοσης θα υπογραφεί στη Λάρισα στις 21 Απρίλη από τους Τσολάκογλου σαν διοικητή της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας και τον αρχηγό των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στρατηγό Γκρέιτζεμπετγκ. Ο Τσολάκογλου αποδέχτηκε και την άνευ όρων παράδοση των ελληνικών δυνάμεων Ηπείρου στους Ιταλούς. Στις 23 Απρίλη υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο ,από τον γερμανό στρατάρχη Γιόντλ, τον ιταλό στρατηγό Φερρέρο και τον Τσολάκογλου. Αποτέλεσμα του τρίτου αυτού πρωτοκόλλου ήταν η συνθηκολόγηση των νικητών Ελλήνων στους ηττημένους Ιταλούς, που στις επόμενες μέρες θα αποκτήσουν πλήρη κυριαρχία στα Ιόνια νησιά. Με την πάροδο του χρόνου θα αντικαταστήσουν τους αποχωρούντες Γερμανούς, ενώ οι Βούλγαροι θα καταλάβουν την Μακεδονία και τη Θράκη.


28 Οκτωβρίου 1940 - Χρονικό:Kατάληψη των Αθηνών και η μάχη της Κρήτης

Τη νύχτα της 22ας Απρίλη θα φύγουν οικογενειακώς με το αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Όλγα» τα μέλη της κυβέρνησης, εκτός από τους Σακελλαρίου και Μανιαδάκη. Επίσης θα αναχωρήσουν οι διοικητής και υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Βαρβαρέσσος και Μαντζαβίνος.


Στις 5.30 το πρωί της 23ης Απρίλη ο βασιλιάς, ο πρωθυπουργός και ο βρετανός πρέσβης θα αναχωρήσουν από τον Σκαραμαγκά με υδροπλάνο. Μιάμιση ώρα αργότερα θα φτάσουν στη Σούδα της Κρήτης. Πριν την αποχώρησή τους σε σύσκεψη είχε αποφασιστεί ότι με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, οι ανώτεροι αξιωματικοί θα απεσύροντο από τα γραφεία τους, ώστε οι κατακτητές να μην βρουν καμία αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία να υπογράψει τις πράξεις στρατιωτικής παράδοσης.

Στις 21 Απρίλη ο Ουέιβελ θα υποδείξει τηλεγραφικώς «την άμεση αποχώρηση όλων των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, ή όσων μπορούν να φύγουν». Τη νύχτα της 24ης προς 25 Απρίλη θα εγκαταλειφθεί η γραμμή του Αλιάκμονα και 17.000 άνδρες θα διαφύγουν. Την επομένη θα εγκαταλειφθεί η γραμμή των Θερμοπυλών. 18.000 άνδρες κάτω από αδιάκοπο βομβαρδισμό των γερμανών θα διαφύγουν με 650 νεκρούς. Η επιβίβαση των ανδρών του Εκστρατευτικού Σώματος έγινε από τη Ραφήνα, το Πόρτο Ράφτη, τα Μέγαρα, τους Άγιους Θεοδώρους, το Ναύπλιο, τη Μονεμβασία και την Καλαμάτα. Από τους 65.000 άνδρες που είχαν αποβιβαστεί στην Ελλάδα, 3.000 χάθηκαν στις μάχες, 9.000 αιχμαλωτίστηκαν ή θεωρήθηκαν αγνοούμενοι, 27.000 περίπου θα αποβιβαστούν στη Κρήτη και οι υπόλοιποι στην Αίγυπτο. 8.000 οχήματα του Εκστρατευτικού Σώματος θα καταστραφούν κατά την αποχώρηση. Η Βρετανική Αεροπορία έχασε 210 αεροπλάνα.


Ενδιαφέρον έχει η εκτίμηση που υπάρχει στην Επίσημη Στρατιωτική Ιστορία των Αυστραλών, όπου αναφέρεται η άποψη πως η άφιξη του Εκστρατευτικού Σώματος στην Ελλάδα έγινε για να μην εμφανιστεί η Μεγάλη Βρετανία ότι δεν τηρεί τον λόγο της. Δηλαδή κυριάρχησε η πολιτική σκοπιμότητα και όχι η εκτίμηση των πραγματικών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Η βρετανική ηγεσία, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί η πραγματικότητα επικείμενης της γερμανικής εισβολής, ήταν τόσο βέβαιη για την ανάγκη αποχώρησης των δυνάμεων που είχαν σταλεί στην Ελλάδα, ώστε ήταν προετοιμασμένη για το σχέδιο εκκένωσης. Γι` αυτό άλλωστε παρά τις ραγδαίες εξελίξεις, η αποχώρηση προς την Κρήτη ή την Αίγυπτο επιτεύχθηκε με τις το δυνατόν λιγότερες απώλειες και με ταχύ ρυθμό.

Οι βρετανικές δυνάμεις δεν στάλθηκαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν και να νικήσουν. Ήρθαν για να στηρίξουν το βρετανικό γόητρο Και να υποχωρήσουν. Οι Ελληνικές δυνάμεις ανέλαβαν την υποχρέωση να διευκολύνουν την αποχώρηση των κακώς αποβιβασθέντων Συμμάχων που με την πράξη τους έδωσαν στους Γερμανούς το πρόσχημα να εισβάλλουν. Ο βασιλιάς αποδέχτηκε την αποστολή ενός μικρού εκστρατευτικού σώματος η παρουσία του οποίου ουδόλως ωφέλησε την άμυνα, χωρίς μάλιστα να πάρει υπόψιν του τις σοβαρές ενστάσεις του Παπάγου. Ο αρχιστράτηγος σε μια από τις καθημερινές τους συναντήσεις θα παρατηρήσει στον Γεώργιο ότι σκέπτεται περισσότερο σαν Άγγλος.

Στις 24 Απρίλη συγκροτήθηκε επιτροπή από τον Φρούραρχο Αθηνών υποστράτηγο Χρήστο Καβράκο, τον νομάρχη αντιναύαρχο Πετζόπουλο, τον δήμαρχο Αμβρόσιο Πλυτά και τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κανελλόπουλο, σαν διερμηνέα, για την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς. Στις 25 Απρίλη φτάνουν στη πρωτεύουσα οι Τσολάκογλου, Μπάκος, Μάρκου, Μουτούσης και Βραχνός.

Το πρωί της 27ης Απρίλη στη συμβολή των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας η συγκτοτηθείσα επιτροπή περιμένει τους Γερμανούς. Οι πρώτοι που κάνουν την εμφάνισή τους είναι ένα τάγμα μοτοσικλετιστών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη φον Σέιβεν. Η Επιτροπή μετά από σύντομη προσφώνηση, παραδίδει την πόλη. Οι μοτοσικλετιστές στη συνέχεια κινήθηκαν προς το έρημο κέντρο των Αθηνών.

Από τη πλατεία Συντάγματος κατευθύνονται προς την Ακρόπολη. Εκεί ο έλληνας φρουρός της σημαίας για να μην την παραδώσει τυλίγεται με αυτήν και πέφτει στο κενό. Στην κορφή του Ιερού Βράχου, στη θέση Καλλιθέα, ο επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος υψώνει την Σβάστικα. Ο ίλαρχος Γιακόμπι του 1ου Συντάγματος του Βρανδεμβούργου και ο υπολοχαγός Ελσιντς της VI Ορεινής Μεραρχίας, αναγγέλλουν τηλεγραφικά στον Χίτλερ το γεγονός: «Φύρερ ,ας, στις 27 Απριλίου και ώρα 8.10 πρωινή εφθάσαμε στην Αθήνα ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα. Την 8.45 υψώσαμε τη γερμανική σημαία επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου. Heil Mein Fuhrer.

Το πρωί της 30 Απρίλη ορκίζεται η πρώτη δοσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου. Την ίδια μέρα τα τελευταία τμήματα του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος είχαν αποχωρήσει ή αιχμαλωτιστεί.

Το βρετανικό ενδιαφέρον για την Κρήτη γίνεται ιδιαίτερα έντονο κυρίως μετά την διάνοιξη της Διώρυγα του Σουέζ. Αν δεν συνέβαινε ο πρώτος Βαλκανικό Πόλεμος στα κέρδη του οποίου για την Ελλάδα ήταν μεταξύ άλλων και η ένωση της Κρήτης δεν αποκλείεται το νησί να είχε περιπέτειες ανάλογες με αυτές της Κύπρου. Μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Αμερικάνοι θα εμφανιστούν στη Μεσόγειο, το κύριο ενδιαφέρον του ΝΑΤΟ θα στραφεί προς την Κρήτη. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να ειπωθεί πως το ενδιαφέρον που είχε εκδηλωθεί για τα Δαρδανέλια τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου, μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο μετατοπίζεται προς την Κρήτη και την Κύπρο.

Σύμφωνα με όσα έγινα γνωστά μεταπολεμικά από γερμανικές πηγές ο Χίτλερ πριν ακόμα η Ιταλία επιτεθεί στην Ελλάδα είχε την γνώμη πως η κατάληψη της Κρήτης θα εξασφάλιζε μια ταχεία γερμανική επιτυχία στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, πίστευε ότι η επίθεση στο νησί έπρεπε να γίνει με απόβαση από τον αέρα. Ακόμα όμως και μετά την Ιταλική επίθεση δεν σταμάτησε να έχει τα δικά του σχέδια. Στις 12 Νοέμβρη 1940 καθόριζε ότι τα γερμανικά στρατεύματα που θα καταλάμβαναν την ηπειρωτική Ελλάδα έπρεπε να στηρίξουν την χρησιμοποίηση των γερμανικών εναέριων δυνάμεων εναντίον στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 13 Δεκέμβρη με άκρως απόρρητη διαταγή γενικών κατευθύνσεων όριζε ότι αποστολή της αεροπορίας θα είναι να ενισχύσει την επίθεση του Στρατού σε όλες τις φάσεις της και, εφ` όσον είναι δυνατόν, να καταλάβει βρετανικά στηρίγματα στα ελληνικά νησιά με απόβαση από τον αέρα.

Στις 23 Απρίλη, μετά την άφιξή του στη Σούδα ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Εβανς της Κνωσού. Τις επόμενες μέρες θα μετακομίσει στην έπαυλη Μάνου στη Πελεκαπίνα και αργότερα στην εξοχική κατοικία του Καπετάν Βολάνη, έξω από τα Χανιά, για λόγους ασφαλείας.


Ο διάδοχος και τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας που ειχαν φτάσει στο νησί την προηγούμενη μέρα εγκαταστάθηκαν στη Νεάπολη. Η γερμανίδα στην καταγωγή και πρώην μέλος της Χιτλερικής νεολαίας, πριγκίπισσα Φρειδερίκη, πριν ακόμα αναχωρήσει από την Αθήνα είχε διατυπώσει την άποψη ότι αυτή και ο σύζυγός της έπρεπε να παραμείνουν στην Ελλάδα. Στην ίδια άποψη επανήλθε όταν η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Κρήτη και υπέδειξε στον Παύλο να μιλήσει στον Γεώργιο. Ο βασιλιάς απέρριψε την πρόταση της Φρειδερίκης λέγοντας πως παραμονή μέλους της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα, και μάλιστα των διαδόχων του θρόνου, θα το εκμεταλλευόντουσαν οι δυνάμεις Κατοχής.

Το Μάρτη του 1941 αποβιβάστηκαν στο Ρέθυμνο 900 άνδρες της Σχολής Οπλιτών Βασιλικής Χωροφυλακής. Λίγο πριν αρχίσει η μάχη συνολικά στο νησί από ελληνικής πλευράς βρισκόντουσαν 11.500 άνδρες: Δύο τάγματα εφέδρων και οκτώ τάγματα νεοσύλλεκτων που μεταφέρθηκαν από την Πελοπόννησο, οι τρεις λόχοι της Χωροφυλακής, 500 νεαροί δόκιμοι της σχολής Ικάρων και η Α` Τάξη της Σχολής Ευελπίδων.

Οι 300 αυτοί Ευέλπιδες είχαν φτάσει στην Κρήτη στις 29 Απρίλη. Πέντε μέρες νωρίτερα είχαν αυτοβούλως φύγει από την Αθήνα, παρά τις προσπάθειες του Φρούραρχου της πρωτεύουσας, Χρ. Καβράκου, να τους μεταπείσει. Εισαχθέντες στη Σχολή τρεις περίπου μήνες πριν την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, πήραν μερικές μέρες μετά φύλλα αορίστου αδείας, ενώ οι Ευέλπιδες της Β` και Γ` τάξης ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί και αναχώρησαν για το Μέτωπο. Στις 24 Νοέμβρη οι πρωτοετείς ανακλήθηκαν στη Σχολή για να εκπαιδευτούν εντατικά, ώστε μετά έξη μήνες να είναι ικανοί διμοιρίτες. Όταν στις 6 Απρίλη οι Γερμανοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα οι εκπαιδευόμενοι Ευέλπιδες δήλωσαν την επιθυμία τους να πολεμήσουν, αλλά οι ραγδαίες εξελίξεις των γεγονότων δεν τους επέτρεψαν να πραγματοποιήσουν την επιθυμία τους. Όταν ο βασιλιάς αναχώρησε για την Κρήτη, οι 300 Ευέλπιδες ζήτησαν να μεταφερθούν στο νησί. Η Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών εξέδωσε διαταγή προς τη Σχολή με την οποία της ανέθετε αστυνομικά καθήκοντα στην Αθήνα. Οι Ευέλπιδες αντέδρασαν και αποφάσισαν να φύγουν αμέσως για την Κρήτη. Μαζί με τους αξιωματικούς της Σχολής έφτασαν μέσω Νεμέας, Τριπόλεως και Σπάρτης στο Γύθειο, από όπου με δύο μικρά πλοία και ενώ επικρατούσε σφοδρή θαλασσοταραχή αναχώρησαν για τα Κύθηρα και από εκεί για την Κρήτη. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Απρίλη αποβιβάστηκαν στη Μονή Οδηγήτριας Κυρίας κοντά στο Κολυμπάρι. Στρατοπέδευσαν στον ελαιώνα της Μονής κοντά στο αεροδρόμιο του Μάλεμε που θα ήταν ο κύριος στόχος της επικείμενης γερμανικής επίθεσης.

Στην Κρήτη από τον Μάρτη του 1941 βρισκόντουσαν 6.000 βρετανοί στρατιώτες υπό τον στρατηγό Γουέστον, διοικητή της Φρουράς Κρήτης. Αυτή είναι η μοναδική στρατιωτική δύναμη που θα υπάρχει στο νησί όταν θα φτάσουν εκεί ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός στις 23 Απρίλη. Ο Τσουδερός θα διαπιστώσει ότι οι ακτές ήταν χωρίς οχύρωση, το πυροβολικό ελάχιστο, με τέσσερα άρματα μάχης και καμιά δεκαριά ακόμα μικρότερα άρματα. Η αεροπορική άμυνα ικανοποιητική στη Σούδα, ήταν υποτυπώδης στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο. Τα καταδιωκτικά αεροπλάνα στα αεροδρόμια του Ηρακλείου και του Μάλεμε ελάχιστα. Μεταξύ 25 και 30 Απρίλη θα φτάσουν στην Κρήτη καταπονημένοι 21.000 άνδρες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, κυρίως Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί. Κατά τη διάρκεια της μάχης θα αποβιβαστούν ακόμα 5.000 βρετανοί στρατιώτες.


Συνολικά στο νησί υπήρχαν: 30.000 περίπου βρετανοί και 12.000 έλληνες στρατιώτες, 15.000 ιταλοί αιχμάλωτοι, ενώ ο αστικός πληθυσμός πλησίαζε τις 400.000. Από τις στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν παρούσες μόνο η 14η Ταξιαρχία δεν είχε πολεμήσει στην Ελλάδα και μόνο αυτή διατηρούσε ολόκληρο το υλικό της. Από τις άλλες βρετανικές δυνάμεις μόνο το πεζικό των Αυστραλών, των Νεοζηλανδών και των βρετανών μπορούσε να πάρει μέρος στη μάχη. Τα υπόλοιπα τμήματα ούτε οπλισμό είχαν, ούτε είχαν εκπαιδευτεί σε τακτική πεζικού. 6.000 άντρες ήταν όχι μόνο άοπλοι, αλλά και αγύμναστοι. Αλλά και από τους 12 χιλιάδες έλληνες που τέθηκαν υπό τις διαταγές του Φράιμπεργκ, δεν ήταν όλοι εκπαιδευμένοι. Το μόνο ευχάριστο που εντυπωσίασε και επηρέασε το βρετανό στρατηγό ήταν η διάθεση των Κρητικών να πολεμήσουν έστω και άοπλοι. Λίγο πριν τη γερμανική επίθεση στάλθηκαν από την Αίγυπτο μικρές ενισχύσεις πυροβολητών και ταυτόχρονα μετακινήθηκαν δυνάμεις για τη φρούρηση των αεροδρομίων. Όταν όμως αρχίσουν οι γερμανικές επιθέσεις τα βρετανικά αεροπλάνα θα εξουδετερωθούν, αφού προηγουμένως καταρρίψουν 23 γερμανικά αεροσκάφη.

Ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός υπέβαλε στον Βρετανό πρέσβη το αίτημα να επιτραπεί στην περίπτωση αναχώρησης της κυβέρνησης από την Κρήτη η εγκατάσταση της στην Κύπρο. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από τη Μεγάλη Βρετανία, που δεν ήθελε ελληνική κυβέρνηση στην Κύπρο. Ο βρετανός πρέσβης αντιπρότεινε στον Τσουδερό να ζητήσει από τους τούρκους να καταλάβουν τα νησιά του Αρχιπελάγους Λέσβο, Χίο, Σάμο, κ.λπ. για να προλάβουν του Γερμανούς. Ο βασιλιάς και ο Τσουδερός απέρριψαν το αίτημα και ο πρωθυπουργός υπέδειξε στους βρετανούς να καταλάβουν εκείνοι τα νησιά. Να σημειωθεί ότι ο Τσώρτσιλ από τον Νοέμβρη του 1940 είχε κάνει τη σκέψη να καταληφθεί από τους Άγγλους η Ρόδος, που τότε ήταν υπό Ιταλική κυριαρχία, και στη συνέχεια να παραχωρηθεί στη Τουρκία, ώστε να την παρασύρει στον πόλεμο υπέρ των Συμμάχων.



Στις 6.30 το πρωί της 20ης Μάη 1941 άρχισε η γερμανική επίθεση στη Κρήτη. 1.000 αλεξιπτωτιστές ειδικά γυμνασμένοι και με σύγχρονο οπλισμό ρίχτηκαν στη μάχη με στόχο την κατάληψη του Μάλεμε. Αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν στο Ρέθυμνο στις 4 το απόγευμα. Το Ηράκλειο βομβαρδιζόταν από το πρωί. Μέχρι το βράδυ 200 μεταγωγικά αεροπλάνα είχαν ρίξει 4 νέα τάγματα αλεξιπτωτιστών. Οι γερμανικές απώλειες είναι βαρύτατες. Ο αιφνιδιασμός που επιχειρήθηκε απέτυχε και από τους γερμανικούς στόχους της επίθεσης κανείς δεν επιτεύχθηκε. Ατυχώς όμως ο βρετανός διοικητής της «Κρέφορς» λόγω της διακοπής των επικοινωνιών με το Μάλεμε αγνοούσε την κατάσταση και δεν πήρε τις ορθές αποφάσεις συνέχισης του αγώνα. Δεν φανταζόταν πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση στο Μάλεμε ώστε να επέμβει αμέσως. Η γερμανική διοίκηση αντιθέτως έδωσε διαταγές για περαιτέρω δράση.

Το πρωί της επόμενης μέρας και ενώ η μάχη συνεχιζόταν ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός αναχώρησαν για το νότο. Τη νύχτα της 22ας προς 23 Μάη από τον όρμο Αγία Ρούμελη ο βασιλιάς, ο πρωθυπουργός και η συνοδεία τους επιβιβάστηκαν στο βρετανικό αντιτορπιλικό Decory με προορισμό την Αλεξάνδρεια.



Στις 24 Μάη η κατάσταση έχει χειροτερέψει για τους υπερασπιστές της Κρήτης. Όλες οι πόλεις του νησιού βομβαρδίζονται συνεχώς. Την μέρα αυτή αναχωρούν και όσοι από τους υπουργούς ήταν ακόμα εκεί, εκτός από τον Σ. Δημητρακάκη που παρέμεινε ως το τέλος, μαζί με τον στρατηγό Φράιμπεργκ και τον αρχηγό του Επιτελείου του Ελληνικού Στρατού συνταγματάρχη Καραβίτη. Ως εκείνη την ώρα οι απώλειες των αμυνόμενων στον τομέα του Μάλεμε και της Σούδας ήταν 396 νεκροί, 1.118 τραυματίες, 178 αιχμάλωτοι. Στο Ρέθυμνο 500 νεκροί, 300 τραυματίες, 50 αιχμάλωτοι. Την ίδια χρονική περίοδο (20 έως 24 Μάη) οι γερμανικές απώλειες ήταν 3.340 νεκροί στρατιώτες. Συνολικά οι γερμανικές απώλειες έφτασαν τους 6.500 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους. Κατερρίφθησαν 200 αεροπλάνα και συνετρίβησαν ή πυρπολήθηκαν στο έδαφος άλλα 150, μεταξύ των οποίων και πολλά ανεμόπτερα. Οι απώλειες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος ανήλθαν στους 2.500 νεκρούς και τραυματίες και 11.500 αιχμαλώτους. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν 1.250 νεκρούς και τραυματίες και 5.000 αιχμαλώτους. Στις ελληνικές απώλειες να προστεθούν και 3.000 νεκροί από τον κατοίκους του νησιού.



Στις 26 Μάη ο στρατηγός Φράιμπεργκ αποφασίζει την αποχώρηση των στρατευμάτων του από το νησί. Την ίδια μέρα ο Τσώρτσιλ ανακοινώνει στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι η μάχη της Κρήτης έχει χαθεί. Η εκκένωση άρχισε στις 27 Μάη. Στις 3 το πρωί της 29ης Μάη 1941 η πρώτη νηοπομπή με την οποία αποχωρούσαν τα βρετανικά τμήματα του τομέα Ηρακλείου απέπλευσε για την Αφρική. Τη νύχτα της 29ης Μάη έφυγαν 7.000 άνδρες. Η τελευταία νηοπομπή απέπλευσε στις 31 Μάη. Ο Φράιμπεργκ αναχώρησε με υδροπλάνο για την Αίγυπτο τελευταίος αφήνοντας πίσω του περίπου 9.000 περίπου άνδρες του Εκστρατευτικού Σώματος, τραυματίες που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν και τα ελληνικά τάγματα.

Στις 30 Μάη ο υποστράτηγος Λιναρδάτος μετέβη στα γραφεία του 43ου Συντάγματος Πεζικού για να συναντήσει τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων και να υπογράψει την ανακωχή.

Στις 31 Μάη 1941 ολόκληρη η Ελλάδα, ηπειρωτική και νησιωτική ήταν υπό κατοχή. Το έπος της Εθνικής Αντίστασης για την απελευθέρωσή της άρχιζε...


*από KyR-X , adslgr.com











17 Σεπτεμβρίου 2010

7 χρόνια χωρίς το Νυχτοπούλ'



σαν σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου, εφυγε απο την ζωη ενας μεγαλος καλλιτεχνης του ποντιακου μουσικου στερεωματος, ο Θόδωρος Παυλίδης.



«Σήμερα 17 Σεπτεμβρίου 2003 στις 0:25, στο 17 χλμ. Σερρών Θεσσαλονίκης, το επιβατικό Ι.Χ. μ’ αριθμό κυκλοφορίας ΝΖΗ 9615 εκτράπηκε της πορείας του και προσέκρουσε σε περίφραξη εργοστασίου, με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού του Θεόδωρου Παυλίδη, του Λεωνίδα, κατοίκου εν ζωή Θεσσαλονίκης».

Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός και έκαψε την καρδιά του όπου γης ποντιακού ελληνισμού. Ο τραγουδιστής του καημού, της αγάπης, της εθνικής μνήμης, το «ελεύθερο ακριτοπαίδ των Αμαζώνων γέννα», ένας από τους πιο γνωστούς κι εκφραστικούς τραγουδιστές του Ποντιακού Ελληνισμού άφησε σαν πουλάκι την πνοή του την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου και αποδήμησε μακριά, χωρίς να προειδοποιήσει κανέναν, όπως και θα έκανε το κάθε «νυχτοπούλ»...

Ρεπορτάζ Θωμαϊς Κιζιρίδου, 
εφημερίδα "ΠΟΝΤΟΣ" 
τεύχος 15 Οκτωβρίου 2003

18 Μαΐου 2010

Ο ξεριζωμός και η γενοκτονία των Ποντίων

Η γενοκτονία των Ποντίων ( 1916 – 1923 ) με 353.000 νεκρούς αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες του αιώνα μας.
Τον Φεβρουάριο του 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου, ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923. Η αναγνώριση αυτή, παρόλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη. Γιατί η ήττα του 1922, η «νέα τάξη πραγμάτων» που επικράτησε τότε, με την απόλυτη συνενοχή ολόκληρου του ελλαδικού πολιτικού κατεστημένου, περιόρισαν ουσιαστικά όχι μόνο τα γεωγραφικά όρια του ελληνισμού αλλά και τα διανοητικά. Ο περιορισμός των πνευματικών νεοελληνικών οριζόντων είχε άμεση αντανάκλαση στη ελλειματική ιστορική μνήμη των σύγχρονων Ελλήνων.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο «γενοκτονία»;
Πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας». Η γενοκτονία ως όρος διαμορφώθηκε κυρίως στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου. Συγκεκριμένα ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας.
Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις.
Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί.

Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1461 σήμαινε για τον Ελληνισμό του Πόντου την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και την εθνική του συνείδηση.

Μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι Πόντιοι αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, που ζούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση. Επιπλέον αποτελούσαν μειοψηφία μέσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών, όπως οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι.

Η κατάσταση που υπήρχε στον μικρασιατικό χώρο πριν την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιγράφεται γλαφυρά από τη σοσιαλιστική εφημερίδα «Ο Λαός» που εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη:
«Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Ολοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους μεταχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν το μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γεωχτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στο μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειες τους…».

Παρ’ όλα αυτά οι Πόντιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, να αποκτήσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα αστικά κέντρα της περιοχής τους, να επιδείξουν έναν αξιόλογο δημογραφικό δυναμισμό που τους επέτρεψε να επεκταθούν και στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, και τέλος να αναπτύξουν μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα.

Τα αίτια της οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να αναζητηθούν αρχικά στην εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, στη συνέχεια στη διάνοιξη του εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας-Ταυρίδας και αργότερα των οικονομικών ανταλλαγών, μέσω θαλάσσης με τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου κυρίως εκείνα της Κριμαίας.
Η οικονομική ανάκαμψη συνδυάστηκε με δημογραφική άνοδο.Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 άτομα, το 1880 σε 330.000 άτομα οι οποίοι κατοικούσαν κυρίως στα αστικά κέντρα. Ο ποντιακός ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 20ου αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης, και Νικόπολης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών περίπου 600.000 άτομα. Παράλληλα στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461.

Το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου 100 ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας το 1919 τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Βέβαια εκτός από τα σχολεία οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο, όσο και το εθνικό τους φρόνημα.

Ο ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) γνώρισε κατά καιρούς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του. Η οθωμανική κατάκτηση του μικρασιατικού Πόντου μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους.

A’ περίoδος
Η πρώτη αρχίζει με την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και λήγει στα μέσα του 17ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι Τούρκοι κρατούν ουδέτερη στάση κατά των Ελλήνων του Πόντου.
B’ περίoδος
Η δεύτερη αρχίζει στα μέσα του 17ου αιώνα και λήγει με το τέλος του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου. Χαρακτηρίζεται με τη θρησκευτική βία κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιούνται ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών.
Γ’ περίoδος
Η τελευταία περίοδος, που τελειώνει το 1922 υποδιαιρείται σε δύο υποπεριόδους.

A’ υποπερίoδος
Η πρώτη αρχίζει με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774. Χαρακτηρίζεται από τη συστηματική προσπάθεια των τοπικών αρχών να μην εφαρμόζουν προς όφελος των χριστιανών τους φιλελεύθερους νόμους.

B’ υποπερίoδος
Η δεύτερη υποπερίοδος αρχίζει το 1908 και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού.

Από τους βαλκανικούς πολέμους και από τους επίσημους συμβούλους, των Γερμανών, οι Νεότουρκοι διδάχθηκαν ότι μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και Αρμενίων θα έκαναν πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Οι διάφορες μορφές βίας δεν αρκούσαν για να φέρουν τον εκτουρκισμό.
Η απόφαση για την εξόντωσή τους πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μούσταφα Κεμάλ Ατατούρκ(1919 – 1923).

Οι σωβινιστικές τάσεις των νεοτούρκων φαίνονταν από πολύ νωρίς. Οι Νεότουρκοι αρνιούνταν πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην Τουρκία και επέλεξαν την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των εθνικών μειονοτήτων. Σε μια μυστική σύσκεψη υπό την προεδρία του Ταλαάτ Πασά, ο δρ. Σακίρ Μπεχαεντίν, στέλεχος των Νεοτούρκων λέει:
«Τα έθνη που απόμειναν από παλιά στην Αυτοκρατορία μας μοιάζουν με ξένα και βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξερριζωθούν. Να ξεκαθαρίσουμε τη γη μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας.»
Στην ίδια σύσκεψη ο δρ, Ναζίμ λέει:
«…Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σ αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα άλλα στοιχεία να εξοντωθούν, άσχετα σε ποιά θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Αυτή η χώρα πρέπει να καθαρίσει από τα ξένα στοιχεία. Οι Τούρκοι πρέπει να κάνουν την εκκαθάριση.»

Η εφημερίδα «Ο Λαός» της Πόλης προειδοποιούσε τους Τούρκους ηγέτες:
«Σήμερα με το τουρκικό σύνταγμα, αν έχετε ακόμα τα ίδια μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και με τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθήσει στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πως κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόστυχος, τόσο ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο. Και τότες πια, σα δε σωφρονιστείτε, θα διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και η Τουρκία θα σβήσει.»

Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» ιδρύθηκε το 1889. Στο συνέδριό τους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911 πάρθηκε η απόφαση, ότι η Μικρά Ασία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. Η απόφαση αυτή καταδίκασε σε θάνατο διάφορες εθνότητες. Στην απόφαση γράφεται:
«Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται… Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Αρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία… Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία.»

Έτσι διαμορφώνεται στο Μικρασιατικό χώρο μια κατάσταση, σύμφωνα με την οποία έχουμε από τη μια τις απαιτήσεις των Ελλήνων και των Αρμενίων για ελευθερία και ανεξαρτησία και από την άλλη τον ακραίο τουρκικό εθνικισμό.

Ένας παράγοντας που παρεμβαίνει υπέρ των οθωμανικών συμφερόντων είναι ο γερμανικός. Οι Γερμανοί έχουν τεράστια συμφέροντα στην Τουρκία. Οικονομικά και στρατιωτικά. Ελπίζουν ότι με μια ισχυρή Τουρκία θα ανταγωνίζονται καλύτερα τους Βρετανούς. Γιαυτό το λόγο η γερμανική πολιτική εκπονεί ένα πρόγραμμα ακεραιότητας της Τουρκίας, η υλοποίηση του οποίου προϋποθέτει την εξόντωση των πληθυσμών εκείνων που ενισχύουν τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τουρκία γίνεται το πιο σημαντικό πεδίο δράσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Κινητήρια δύναμη είναι οι γερμανικές τράπεζες, οι οποίες έχουν κολοσσιαίες επιχειρήσεις στην Ασία.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους οι Γερμανοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να φανατίσουν τις τουρκικές μάζες εναντίον των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε μια προκήρυξη που κυκλοφορεί η “Γερμανική Τράπεζα της Παλαιστίνης” γράφεται:
«Αν πεινούμε και υποφέρουμε εμείς οι Τούρκοι, αιτία είναι οι γκιαούρηδες που στα χέρια τους κρατούν τον πλούτο μας και το εμπόριό μας. Ως πότε θα ανεχόμαστε τις προκλήσεις τους. Μποϋκοτάρετε τα προϊόντα τους. Σταματήστε κάθε δοσοληψία μαζί τους. Τι τη θέλετε τη φιλία τους; Ποιό το όφελος να συναδελφώνεστε και να τους προσφέρετε με τόση ειλικρίνεια την αγάπη και τον πλούτο μας…».

Mετά τους Βαλκανικούς πολέμους και κυρίως με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υλοποιείται η αποφασισμένη από το 1911 απόφαση των Οθωμανών οριστική λύση του εθνικού προβλήματος της Αυτοκρατορίας με την φυσική εξόντωση των γηγενών εθνοτήτων. Εκθεση που στάλθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών από την Κωνσταντινούπολη αναφέρει:
«Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφ όσον υπάρχουσι συμπαγείς ελληνικοί συνοικισμοί».

Το κλίμα που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται περιγράφεται στο άρθρο με τίτλο «Οθωμανοί εις τα όπλα» στις 13-10-1911 της εφημερίδας «Ηχώ» της Σαμψούντας:
«Ο ιερός πόλεμος είναι θεία εντολή, της οποίας η εγκατάλειψις εις τοιαύτην εποχήν είναι αδύνατος… Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουσθώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των».

Το 1914 αρχίζουν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.
Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Ποντιακό Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαικά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου.

Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε: «Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης». Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας.

Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλυτώσει από τη μανία των Τούρκων διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον ρωσικό στρατό.
Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και των παραλίων της Γεωργίας.

Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων από 16-60 ετών και την αποστολή τους σε Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να εργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές.

Κατ΄ αρχάς οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας νέα κορίτσια, κακοποιώντας και καίγοντάς τα.

Οι Τούρκοι πολύ σύντομα, χωρίς προσχήματα πια περνούν στην επίθεση. Από κάθε γωνιά του Πόντου και της Μικράς Ασίας έρχονται καταγγελίες. Οι σποραδικές δολοφονίες αρχίζουν να αυξάνονται. Χωρικοί, που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους, βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι.

Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαίνονταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Πολύ γρήγορα όμως έγιναν συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρμενίων. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης της γενοκτονίας ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με δικές του εντολές, που καλούσαν τις αρχές να μη δείχνουν κανένα έλεος και για τoυς χριστιανούς, εξαπολύθηκαν οι διωγμοί κατά των «ανεπιθύμητων» εθνοτήτων σε μια τεράστια έκταση.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε, σε ένδειξη πένθους, να κλείσει στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και να καταγγείλει στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν κατάφερε όμως τίποτε γιατί κηρύχθηκε στο μεταξύ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο η Τουρκία έλαβε μέρος ως σύμμαχος της Γερμανίας, έχοντας πια την ευχέρεια να εφαρμόσει πλήρως το παλαιότερο σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανών.

Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες.

Σύμφωνα με μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915 είναι γραμμένα τα εξής: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα …»

Σκοπός των Τούρκων ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολήσεις των χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των περιοχών που κατοικούνταν από Ρωμιούς και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.

Η ποντιακή αντίσταση
Οι Έλληνες του Πόντου αρχίζουν να οργανώνουν ομάδες αυτοάμυνας των χωριών τους. Χαρακτηριστικό των συνθηκών οργάνωσης των ένοπλων ομάδων των Ελλήνων είναι τα γεγονότα της Σαντάς. Στις 17 Δεκεμβρίου 1917, σε Γενική τους Συνέλευση οι κάτοικοι αποφασίζουν την ίδρυση αντάρτικων ομάδων για να προστατευθούν από τις επιθέσεις που οργάνωναν κατά καιρούς τουρκικές συμμορίες. Το σύνθημα που κυριάρχησε στη συνέλευση ήταν: «Να ληστέψουμε τους ληστές». Μεγάλη συμμετοχή στις ένοπλες ομάδες έχουν και οι γυναίκες. Η σημαντικότερη αντάρτικη ομάδα της περιόδου ως το 1918, έχει για αρχηγό την καπετάνισσα Πελαγία, η οποία αναλαμβάνει την διοίκηση μετά τον θάνατο του άντρα της. Ένα τραγούδι των Ελλήνων της Πάφρας του Δυτικού Πόντου, που αναφέρεται στη συμμετοχή των γυναικών έχει τους εξής στίχους:


«Από τις γυναίκες των Παφραλήδων
πήραν τα όπλα οι μισές
για να διώξουν τους Τούρκους.
Σκοτώθηκαν όλες!».

Σύντομα το κίνημα φουντώνει. Στην ακμή του αριθμεί σε περισσότερους από 18.000 ένοπλους. Μέχρι το τέλος όμως θα χαρακτηρίζεται από την πολυδιάσπαση. Oπως μας πληροφορεί ένας οπλαρχηγός εκείνης της περιόδου, το ποντιακό αντάρτικο στην ακμή του ήταν μοιρασμένο σε 300 ομάδες με ξεχωριστούς καπετάνιους. Οι τουρκικές πηγές μιλούν για 25.000 αντάρτες που έγιναν «ο φόβος και ο τρόμος των τουρκικών χωριών». Οι απόψεις ότι πρέπει να γίνει «Γενική Επανάσταση» των Ελλήνων σε συνδυασμό με την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων με στόχο την δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αρχίζουν να διατυπώνονται δημόσια. Οι αντάρτες προμηθεύονται τον οπλισμό τους από τις μάχες, το παράνομο δίκτυο που έχουν δημιουργήσει στις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας και την ρωσική βοήθεια.

Ο αγώνας είναι εξαιρετικά σκληρός. Στις 13 Δεκεμβρίου 1916 ο Γερμανός πρεσβευτής Kuhlmann ενημερώνει τον αρχικαγκελάριο Holweg στο Βερολίνο:
«Οι πρόξενοι Σαμψούντας (Bergfeld) kαι Κερασούντας(Schede) αναφέρουν για τις άμεσα απειλούμενες μετατοπίσεις των ελληνικών παραλιακών πληθυσμών… Μέχρι τώρα δολοφονήθηκαν 250 αντάρτες. Αιχμαλώτους δεν κρατούν. Πέντε χωριά πυρπολήθηκαν.»

Σε γράμμα που στέλνουν οι αντάρτες προς την ελληνική κυβέρνηση ζητώντας βοήθεια σε πολεμικό κυρίως υλικό, διαβάζουμε:
«Ενεργώντας κατόπιν εντολής των αρχηγών των αντάρτικων ομάδων της ιδιαιτέρας μας πατρίδας, που αγωνίζονται για την ελευθερία και ανεξαρτησία του Πόντου σε ανεξάρτητη Ελληνική Δημοκρατία, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: Ως γνωστόν από πενταετίας ήδη επαναστάτησαν τα τέκνα του Πόντου και αγωνίζονται κατά του τουρκισμού με δικούς τους αρχηγούς…»

Τον Οκτώβριο του 1917 ιδρύεται στο Αικατερινοντάρ της νότιας Ρωσίας η «Κεντρική Εθνική Επιτροπή Ποντίων» με στόχο την απελευθέρωση του Πόντου. Τον ίδιο μήνα συναντάται με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο Κ. Κωνσταντινίδης και τον ενημερώνει για τους στόχους του ποντιακού κινήματος. Απευθυνόμενος προς τους Ελληνες του Πόντου, ο Κ. Κωνσταντινίδης πρόεδρος της δυναμικότατης ποντιακής οργάνωσης της Μασσαλίας, διακηρύσσει:
«Συμπολίτες, σε μας έτυχε να ζητήσουμε και να πετύχουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Ας ενωθούμε λοιπόν κάτω από το ιδεώδες της ελευθερίας…»

Το τελειωτικό χτύπημα
Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο απάνθρωπο σχέδιο των Νεότουρκων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώνεται από τις νικήτριες δυνάμεις να δώσει άδειες επιστροφής στους λίγους εξόριστους που είχαν απομείνει.
Οι Πόντιοι πίστευσαν ότι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διαψεύσθησαν.
Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές.
Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Ομως τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους.

Το 1919 αρχίζει νέος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό.
Στις 19 Μαΐου, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα (με την υποστήριξη των Άγγλων), αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Σε τηλεγράφημά του στο διοικητή του 15ου σώματος του Ερζερούμ γράφει:
«H κατάσταση στην Σαμψούντα είναι τόσο ανησυχητική, που μπορεί να έχει θλιβερές συνέπειες. Γι’ αυτό είμαι αναγκασμένος να παραμείνω εδώ».

Ο Κεμάλ σύντομα αυτονομείται και αρχίζει τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος, εκμεταλλευόμενος τα θρησκευτικά συναισθήματα των μουσουλμανικών εθνών. Συνεργαζόμενος με ληστρικές συμμορίες αρχίζει την συγκρότηση στρατού.

Η τουρκική εθνοσυνέλευση δημιουργεί τον «Κεντρικό Στρατό» με έδρα την Σεβάστεια. Στα καθήκοντα αυτού του στρατού περιλαμβάνονται η εξόντωση των Ελλήνων ανταρτών του Πόντου και η καταστολή της κουρδικής εξέγερσης στο Κοτς-γκρι, ανάμεσα στη Σεβάστεια και στο Ερζινγγιάν. Δύο στρατιές του στρατού του τις ρίχνει στη μάχη για να αντιμετωπίσει τους Πόντιους αντάρτες.
Το κεμαλικό κίνημα χαρακτηρίζεται από ένα φανατικό, επιθετικό και επεκτατικό εθνικισμό. Ο Κεμάλ είναι ο εκφραστής της οθωμανικής γραφειοκρατίας και των στρατοκρατών, οι οποίοι διαφωνούν με την επίλυση του εθνικού προβλήματος με βάση τα δικαιώματα των εθνοτήτων. Τα χαρακτηριστικά του κεμαλικού κιν­ήματος είναι η τυραννία και η εκμετάλευση. Ο φιλοναζισμός και άλλες αντίστοιχες ιδεολογίες είναι η νομοτέλεια του Κεμαλισμού.

Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει σ’ αυτό το σημείο στον Τοπάλ Οσμάν, έναν Τούρκο συμμορίτη ο οποίος ενεργούσε, λεηλατούσε και γενικώς διέπραττε τις θηριωδίες, ασύστολα, με τον μανδύα του στρατιωτικού. Μέχρι το 1919, ο Τοπάλ Οσμάν και οι άνδρες του ήταν υπεύθυνοι για φόνους πολλών χιλιάδων Ελλήνων και για λεηλασίες εκατοντάδων ελληνικών χωριών. Στις 29 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ κάλεσε τον Τοπάλ Οσμάν σε μυστική συνάντηση στην πόλη Χάβζα της Αμισού και ως ο νέος αρχηγός του τουρκικού κράτους, να του δώσει εξουσιοδότηση-νομιμοποίηση, χρήμα και όπλα για να τελειώνει μια για πάντα με τους Ρωμιούς του Πόντου.
Όταν λοιπόν πληροφορήθηκε ο Tοπάλ Oσμάν την επιθυμία του Mουσταφά Kεμάλ να συναντηθεί μαζί του, πήρε τους στενούς του συνεργάτες και πήγε στη Xάβζα. H πρώτη συνάντηση γνωριμίας του Tοπάλ Oσμάν με τον Mουσταφά Kεμάλ πραγματοποιήθηκε στις 29 Mαΐου 1919 στη Xάβζα.

H συνομιλία των πρωτεργατών της ποντιακής γενοκτονίας ήταν σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον Tούρκο ιστοριογράφο Sener Cemal, η ακόλουθη:
Mουσταφά Kεμάλ: «Bλέπω ότι ήσουν φιλόπατρις από τα νεανικά σου χρόνια. Aκολουθείς ακόμη και τώρα τα ιδανικά που έθεσες από τότε. Πρέπει να παλέψουμε μέχρι να απελευθερωθεί η χώρα και να μη μείνει ούτε ένας εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός. Θα υπερασπιστείς τα χωριά και τις πόλεις της Mαύρης Θάλασσας. H συμμορία σου από μια ανοργάνωτη και ανεκπαίδευτη δύναμη θα γίνει ένα τάγμα. Διοικητής του τάγματος αυτού θα είσαι εσύ. Θα σου δώσουμε νέους και θρασείς αξιωματικούς… Mε την πάροδο του χρόνου και μόλις θα έχουμε ενδείξεις ότι παρανομούν θα τους καθαρίσουμε όλους».
Tοπάλ Oσμάν: «Mην ανησυχείτε καθόλου Πασά μου! Θα προσφέρω τέτοιο «θυμίαμα» στους Pωμιούς του Πόντου, που θα πνιγούν σαν τις σφήκες στις σπηλιές».
Έκτοτε ο Τοπάλ Οσμάν άρχισε μεθοδικά να ξεκαθαρίζει το τοπίο, θωρείται ότι αυτός και το σύνταγμα του είναι υπεύθυνοι για τις περισσότερες σφαγές στην περιοχή του κεντρικού και του δυτικού Πόντου, με ιθύνοντα νου, για τη δεύτερη φάση της εγκληματικής του δράσης, τον Μουσταφά Κεμάλ.

Οι Πόντιοι αντάρτες ζητούν ενίσχυση από την ελληνική κυβέρνηση. Οι εκκλήσεις τους όμως για στρατιωτική βοήθεια μένουν αναπάντητες από την ελληνική κυβέρνηση. Σε επιστολή που στέλνουν τον Αύγουστο του 1919 αναφέρουν τα εξής:
«Ενεργώντας κατόπιν εντολής των αρχηγών των αντάρτικων ομάδων της ιδιαιτέρας μας πατρίδας που αγωνίζονται για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Πόντου σε ανεξάρτητη Ελληνική Δημοκρατία, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: Ως γνωστόν από πενταετίας ήδη επαναστάτησαν τα τέκνα του Πόντου και αγωνίζονται κατά του τουρκισμού με δικούς τους αρχηγούς… Επιβάλλεται η ανάγκη προμήθειας σ’ αυτούς ενδυμάτων και σκεπασμάτων… Εκτός αυτού υπάρχει μεγάλη ανάγκη αποστολής φαρμάκων, επιδέσμων κ.λπ. χρειωδών για τους τραυματίες. Έχουμε επίσης μεγάλη ανάγκη όπλων, πολυβόλων και μυδραλιοβόλων με όλα τους τα εξαρτήματα. Γι αυτό δηλώνουμε ότι θέλουμε να στείλουμε με δικές μας δαπάνες εδώ δύο άνδρες για εξάσκηση…».

Δυστυχώς το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να κατανοήσει την δυναμική που έχει ο ποντιακός αγώνας. Καμμιά βοήθεια δεν αποστέλλεται στους Ελληνες αντάρτες του Πόντου την στιγμή που ο Κεμάλ Πασάς στέλνει κατά των Ποντίων ανταρτών την 3η στρατιά του τουρκικού στρατού. Στον Πειραιά φορτώνεται ένα πλοίο με όπλα και πυρομαχικά για να αποσταλεί στην Αμισσό, το οποίο όμως δεν ξεκινά ποτέ.

Οι αντάρτες βρίσκονται σε κατάσταση απόγνωσης. Καμμιά βοήθεια δεν φτάνει σε αυτούς πλέον. Οι Σοβιετικοί έχουν αποκόψει τους δρόμους εφοδιασμού από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δεν απαντά στις αγωνιώδης εκκλήσεις της. Ενα πλοίο που φορτώνεται στον Πειραιά με όπλα και πυρομαχικά για αυτούς δεν ξεκινά ποτέ. Ανεξάρτητα από την αδυναμία και την πολυδιάσπασή τους, οι Πόντιοι αντάρτες φέρνουν σε δύσκολη θέση τον τουρκικό στρατό. Παρ’ όλο που με τον αριθμό τους αντιστοιχούσαν σε μια μεραρχία, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιο τουρκικό στρατό.

Μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ εξόντωσε τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο.
Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Υπολογίζεται ότι συνολικά λόγω αυτών των μέτρων έχασαν τη ζωή τους 350.000 Πόντιοι.
H δικαστική διαδικασία ήταν κωμικοτραγικά συνοπτική. Mετά την τυπική απολογία, ανακοίνωναν στους προγραφέντες την απόφαση του δικαστηρίου που ήταν ο θάνατος στην αγχόνη. Σπάνια καταδίκαζαν κάποιους υπόδικους σε πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη, για να κρατήσουν τους τύπους της, δήθεν, δικαστικής νομιμότητας. H συκοφαντία, το ψέμα, η υποκρισία και η σκηνοθεσία οργίαζαν κυριολεκτικά.
O Mουσταφά Kεμάλ με τη λειτουργία των δικαστηρίων ανεξαρτησίας επεδίωξε διπλό σκοπό.
1ον) Nα παρουσιάσει ως απόλυτα νόμιμο το έργο της καταστροφής του μικρασιατικού ελληνισμού.
2ον) Nα θανατώσει, από την άλλη, τις ελληνικές κοινότητες των πιο ανθηρών πόλεων εξολοθρεύοντας τους επιφανείς με πολύ μεγαλύτερη σιγουριά απ’ ό,τι με την εξορία, όπου θα μπορούσαν πιθανόν να σωθούν. Aυτό το τελευταίο αποτέλεσμα εξάλλου επιτεύχθηκε, γιατί εκατοντάδες απ’ αυτούς τους επιφανείς κρεμάστηκαν ή τουφεκίστηκαν κυρίως στην Aμάσεια, όπου οι φυλακές ξεχείλισαν από διακεκριμένες προσωπικότητες των επιστημών και του εμπορίου, προερχόμενες απ’ όλα τα μέρη της περιοχής του Πόντου.

Έκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Οσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Τον Οκτώβριο του 1922 με μεσολάβηση των συμμαχικών δυνάμεων η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν οι Έλληνες του Πόντου με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα. Υπεύθυνος για την ομαλή μετακίνηση των προσφύγων ορίστηκε ο Αλέξανδρος Πάλλης.
Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα τον Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιελήφθηκαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Όσοι άνδρες επέζησαν από εκείνους που είχαν συλληφθεί τα προηγούμενα χρόνια και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας, είτε μέσω Συρίας.

Η Γενοκτονία και ο Ξεριζωμός των Ελλήνων, από μια περιοχή στην οποία ο Ελληνισμός είχε συνεχή και λαμπρή παρουσία 2.800 ετών, ολοκληρώθηκε λοιπόν το 1924, όταν αποχώρησε και ο τελευταίος Έλληνας του Πόντου, με βάση τις συμφωνίες Ανταλλαγής των Πληθυσμών, του 1923. Να σημειωθεί ότι ο Έλληνας πρόξενος, όταν έγραφε την τελευταία σελίδα του Προξενείου της Τραπεζούντας έγραφε ότι «αφήνουμε πίσω μας εκατό χιλιάδες εξισλαμισμένους Έλληνες».

Η προσφυγιά
Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το ποσοστό των Ποντίων στο 1.220.000 πρόσφυγες που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920. Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική κοινωνία.

Η άφιξη των Ποντίων στις Νέες Πατρίδες ήταν η απαρχή μιας δύσκολης, αλλά και συνάμα δημιουργικής πορείας για τον ποντιακό ελληνισμό. Στην Ελλάδα η μοίρα των Ποντίων συνδέθηκε άρρηκτα με τη μοίρα των υπολοίπων προσφύγων.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής στη νέα πατρίδα δεν ήταν σίγουρα και τα πιο ευχάριστα.Το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης ήταν τεράστιο και η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να το αντιμετωπίσει από μόνη της. Για το λόγο αυτό προσέφυγε στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας. Πραγματικά διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις, κυρίως αγγλικές και αμερικάνικες, όπως η Αmerican Bible Society, η Save the Children Fund και η All British Appeal προσέφεραν σημαντικά στην ανακούφιση των προσφύγων. Παράλληλα, η Ελλάδα προχώρησε στη σύναψη δανείων με ξένες τράπεζες, για να εγκαταστήσει παραγωγικά τους πρόσφυγες.

Την όλη διαχείριση των χρημάτων, καθώς και την πρόοδο του εποικιστικού έργου, ανέλαβε μια διεθνής επιτροπή που συστάθηκε υπό την κηδεμονία της Κ.Τ.Ε., η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, γνωστότερη ως Ε.Α.Π. Πρώτος πρόεδρος της Ε.Α.Π. διορίσθηκε ο Αμερικανός Henry Morgentau, πρεσβευτής λίγο αργότερα στην Αθήνα.

Η εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε προς δύο βασικές κατευθύνσεις, α) την αγροτική και β) την αστική εγκατάσταση. Η αγροτική εγκατάσταση αποδείχθηκε σαφώς πιο εύκολη από την αστική, γιατί η διαθέσιμη γη που υπήρχε ήταν αρκετή, ιδίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η Ε.Α.Π. αναλάμβανε να χορηγήσει στους αγρότες-πρόσφυγες σπίτια, συνήθως αντιστοιχούσε 1 σπίτι σε κάθε 2 ή 3 οικογένειες.Επίσης, τους προμήθευε και με τον απαραίτητο εξοπλισμό, για να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τη γη. Η αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και το 1930 είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Αντίθετα, η αστική εγκατάσταση συναντούσε μεγαλύτερες δυσχέρειες, κι αυτό γιατί οι πρόσφυγες έπρεπε όχι μόνο να εγκατασταθούν στις πόλεις, αλλά παράλληλα να έχουν τη δυνατότητα να βρουν δουλειά. Άλλωστε, οι αστοί αποτελούσαν το 42% μεταξύ των προσφύγων, ενώ την ίδια εποχή ο συνολικός αστικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε το 23%. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν γύρω από τις μεγάλες πόλεις προσφυγικοί συνοικισμοί από χαμόσπιτα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν κυριολεκτικά άθλιες. Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων προχώρησε τελικά με πολύ αργούς ρυθμούς και ουσιαστικά παρέμεινε ανολοκλήρωτη. Μάλιστα, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, υπολογίζεται πως υπήρχαν περίπου 3.000 πρόσφυγες που ήταν ακόμη άστεγοι.

Παρά τα προβλήματα που αναφύονταν , όμως, η εγκατάσταση των προσφύγων στη μητροπολιτική Ελλάδα κρίνεται τελικά ικανοποιητική. Η μαζική άφιξη χιλιάδων προσφύγων προκάλεσε ισχυρό σοκ σε μια κοινωνία με απαρχαιωμένους θεσμούς και σε μια ουσιαστικά καθυστερημένη οικονομία. Οι θετικές αλλαγές της άφιξης των προσφύγων εντοπίζονται σε διάφορες πτυχές του οικονομικού και κοινωνικού βίου. Ας τις εξετάσουμε λοιπόν ξεχωριστά.

α) Στον εθνολογικό τομέα. Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%.Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση 300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της Ε.Α.Π., Morgentau, Eddy και Howland.

β) Στον οικονομικό τομέα. Κι εδώ η προσφορά των προσφύγων ήταν τεράστια.Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι πρόσφυγες ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών κσι των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοΐα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης , στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν.

γ) Στον πνευματικό τομέα. Κι εδώ η συμβολή των προσφύγων υπήρξε τεράστια. Επιστήμονες, διανοούμενοι και διάφοροι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι από τη Μ.Ασία λάμπρυναν με την παρουσία τους τον χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα ονόματα:
Ο αξέχαστος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, η Διδώ Σωτηρίου, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Κάρολος Κουν, ο Πάνος Κατσέλης, ο Μανώλης Καλομοίρης.
Οσον αφορά, ειδικότερα, στην πνευματική συνεισφορά των Ποντίων είναι σημαντικό ότι το 1927 ιδρύθηκε η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών από ομάδα Ποντίων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Επίσης, κυκλοφόρησαν τα εξής περιοδικά:Ποντιακά Φύλλα, Χρονικά του Πόντου, Ποντιακό Θέατρο, Ποντιακή Εστία, Φίλοι της Ποντιακής Μουσικής και φυσικά το περιοδικό Αρχείον Πόντου.

Oι Tούρκοι ως σήμερα δεν αναγνωρίζουν τα γενοκτονικά εγκλήματα που διέπραξαν οι Nεότουρκοι και οι Kεμαλικοί. Yπάρχουν όμως ορισμένα έγγραφα που τους διαψεύδουν. Στις 9 Nοεμβρίου 1920 ο διοικητής της περιφέρειας Δζανήκ Eδχέμ απέστειλε στην Aμισό κρυπτογραφικό τηλεγράφημα του Yπουργείου Eσωτερικών σε μέλη του κεμαλικού κινήματος, το οποίο διέτασσε την απέλαση των ελληνοϋπηκόων συμπεριλαμβανομένων και των γυναικοπαίδων εκτός των συνόρων του κράτους και την κατάσχεση ολόκληρης της περιουσίας τους.
Mετά την ολοκλήρωση του εκτοπισμού ο υπουργός Eσωτερικών Aχμέτ Φετχί μπέης δήλωσε μ’ έναν κυνισμό γνήσια τουρκικό ενώπιον της Mεγάλης Eθνοσυνέλευσης ότι «η ηρεμία βασιλεύει τώρα στην Aμάσεια και σε όλη τη γύρω περιοχή».
Eίναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι τα εγκλήματα των Kεμαλικών του 1921 παραδέχτηκαν ορισμένα μέλη της ανώτατης οθωμανικής κοινωνίας, τα οποία είχαν άμεση σχέση με το ζήτημα αυτό. H σημαντικότερη πολυσέλιδη αναλυτική έκθεση καταγγελία (παρατίθεται παρακάτω στις μαρτυρίες) είναι του Δζεμάλ Nουζχέτ, νομικού συμβούλου του φρουραρχείου της Kωνσταντινούπολης και προέδρου της Eξεταστικής Eπιτροπής. Ήταν ο πιο κατάλληλος και ειδικός στα θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφού ήταν ο τελικός αποδέκτης όλων των εκθέσεων, των αναφορών, των επίσημων και ιδιωτικών επιστολών και καταγγελιών και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές. Παράλληλα ήταν και ο αποδέκτης όλων των μυστικών πληροφοριών της κεμαλικής κυβέρνησης.

Στις αρχές του 2008, βρέθηκε στο χωριό Γιιαζισιλάρ, στην περιοχή της Σαμψούντας, ομαδικός τάφος που πιθανολογείται ότι ανήκει σε Πόντιους που εξολοθρεύτηκαν κατά την διάρκεια της γενοκτονίας. Τα οστά βρέθηκαν τυχαία κατά τη διάρκεια εργασιών στο σχολείο του χωριού, ενώ σύμφωνα με τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων οι εργάτες πέταξαν τα οστά στο ποτάμι της περιοχής. Ο κάτοικοι του χωριού όπου βρέθηκε ο ομαδικός τάφος, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και ερείπια από τέσσερις Ελληνικές εκκλησίες. Μία απ’ αυτές βρισκόταν εκεί, που σήμερα έχει κατασκευαστεί το σχολείο. Οι ιστορικοί δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο, στο σημείο να βρισκόταν και χριστιανικό νεκροταφείο.


--------------------------------------------------------------------------------

Μαρτυρίες

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τη γενοκτονία των Ελλήνων στον μικρασιατικό Πόντο φαίνεται από το παρακάτω κείμενο της Κεντρικής Ένωσης Ποντίων Ελλήνων εκείνης της περιόδου στο οποίο αναφέρονται οι τρόποι εξόντωσης:
«Οι Τούρκοι εκτόπιζαν και εξώριζαν τους Ελληνες μέσα στην βαρύτερη κακοκαιρία, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν ούτε τρόφιμα, ούτε στρώματα. Τα κυβερνητικά όργανα που συνόδευαν τους εκτοπιζόμενους δεν επέτρεπαν στα θύματά τους να σταθμεύουν σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις χειμερινές συνθήκες. Ο σκοπός ήταν διπλός: πρώτα να μην μπορούν να στεγασθούν και έπειτα να μην μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα. Δεν επέτρεπαν για κανένα λόγο να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από την λόγχη των Τούρκων.

Σε διάφορα μέρη της χώρας ιδρύθηκαν λουτρώνες δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα που οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους εξανάγκαζαν τους δυστυχείς για λόγους δήθεν υγιεινής να λουσθούν. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματα των δυστυχών ελεηλατώντο.

Όταν έβγαιναν από το λουτρό, τους εξανάγκαζαν να παρατάσσονται στο χιόνι και με θερμοκρασία κάτω του μηδενός και να περιμένουν επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν ερχόταν πριν από μία ώρα. Έπειτα άλλη μία ώρα περίμεναν το γιατρό για ιατρική επιθεώρηση. Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεώτεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο.»

Λάμπος Mαυρίδης, από το Tεπέκιοϊ της Πουλαντζάκης
«Από τους 700 που βγήκαμε εξορία από το χωριό μας το 1916 γυρίσαμε 232 άτομα…
…Kανένα χρόνο μετά το γυρισμό μας από την εξορία (1916), κακήν κακώς, ζήσαμε. Ύστερα ο Tοπάλ Oσμάν ήρθε χαράματα και περικύκλωσε το χωριό με τους τσέτες του. Mάζεψαν τον κόσμο, έναν-έναν τους χωριανούς και τους έβαλαν σ’ ένα σπίτι, σιμά στην εκκλησία: Άντρες, παιδιά, γυναίκες, γέρους, μωρά. Έδωσαν φωτιά το σπίτι και τους έκαψαν ζωντανούς!

Προτού να τους κάψουν διάλεξαν 4-5 νέες γυναίκες και τις κράτησαν για τον εαυτό τους. Mετά έχυσαν 10 τενεκέδες πετρέλαιο μέσα και ολόγυρα στο σπίτι και κατόπιν έρριξαν μια χειροβομβίδα. Άναψε φωτιά! Tο σπίτι ήταν του Kοντού του Kώτα. Δέκα-είκοσι λεφτά κράτησε το κακό. Φώναζαν. Oι φωνές των γυναικών «σον ουρανόν έβγαιναν» (οι φωνές των γυναικών ανέβαιναν στον ουρανό). Tινάχτηκε το σπίτι μες στις φλόγες κι όλους τους πλάκωσε μέσα!
Ένα κορίτσι απ’ το παράθυρο πήδηξε και έφυγε απ’ τη φωτιά. Έριξαν σφαίρες οι τσέτες αλλά ήταν κατήφορος και γλίτωσε. Mια σφαίρα την πήρε ξυστά στο κεφάλι. Pούδα τη λέγανε. Ήρθε κοντά σε μας που ξεφύγαμε απ’ το πρωΐ. Tη ρώτησα για την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Mου είπε: «Tη γυναίκα σου την είδα, τα παιδιά σου δεν τα είδα».
Oι πέντες γυναίκες που διάλεξαν για να τις πάρουν οι Tούρκοι να τις βιάσουν, το κατάλαβαν και σαν έβλεπαν τη φωτιά και τις φωνές, πήδησαν μέσα στο σπίτι λέγοντας:
- «Eίη το όνομα του Kυρίου!…».
Πήδησαν στη φωτιά και κάηκαν. Πέθαναν μαζί με τις άλλες.
Aυτό όλο κράτησε μισή ώρα. Mετά μισή ώρα οι τσέτες έφυγαν και πήγαν στ’ άλλα χωριά. Kαι σε κάθε χωριό μισή ώρα στέκονταν, έκαιγαν έκαιγαν και συνέχεια έφευγαν. Δεκαεφτά (17) χωριά έκαψαν στη συνέχεια. Tα Γούζερε, Kόλτιζι, Tεπέκιοϊ, Tεμιρτζίκιοϊ, Γιόμα, Kινέη… Δεν έκαιγαν τα σπίτια των χωριών. Mόνο ένα σπίτι έκαιγαν μαζί με τους ανθρώπους».

Σάββας Κανταρτζής- Η καταστροφή του χωριού Μπεϊαλάν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν.
«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Αλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.

Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξεσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλοιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.

Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Ετσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπεδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χίμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Η πυρπόληση
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον χτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.

Οταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση…

Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.

Οι μητέρες ξετρελλαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.

Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μονο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».

Μαρτυρίες Σοβιετικών
Αν η πρώτη φάση της γενοκτονίας πραγματοποιήθηκε από τους Νεότουρκους μέχρι την ήττα τους το Νοέμβριο του 1918, η δεύτερη φάση της γενοκτονίας ξεκινά με τη συγκρότηση του κεμαλικού στρατού μετά την απόβαση του ιδίου του Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου του 1919. Την περίοδο αυτή, οι καλύτεροι σύμμαχοι του τουρκικού εθνικισμού αναδεικνύονται οι Σοβιετικοί, οι οποίοι ενισχύουν με κάθε τρόπο το κεμαλικό κίνημα. Όπλα, χρυσάφι και επίλεκτοι άνδρες αποστέλλονται για να βοηθήσουν τους Τούρκους εθνικιστές να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό στρατό στο μικρασιατικό μέτωπο και να καταστείλουν τα ένοπλα κινήματα των λαών της περιοχής, των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.

Οι μαρτυρίες των Σοβιετικών απεσταλμένων έχουν ιδιαίτερη αποδεικτική σημασία. Καταρχάς, λόγω της συμμαχικής τους προς τους κεμαλικούς ιδιότητας, έχουν πλήρη γνώση των ωμοτήτων κατά των Ελλήνων. Στις αναφορές τους δεν κρύβουν τον αποτροπιασμό τους για τα εγκλήματα των συμμάχων τους. Μεταξύ των άλλων, στοιχεία για τη γενοκτονία στον Πόντο υπάρχουν στο βιβλίο που εξέδωσε ο σοβιετικός πρέσβυς στη Αγκυρα Σ. Ι. Αράλοφ το 1960 στη Μόσχα με τον τίτλο “Vospominaniya Sovietskogo Diplomata 1922-1923″. Ο Αράλοβ, ενημερώνεται στην Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Μ. Φρούνζε. Ο Φρούνζε είχε αποσταλεί από τον Λένιν, μαζί με γενναία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια.

O Φρούνζε, έδωσε μια από τις ελάχιστες μαρτυρίες για τους ηττημένους αντάρτες: «Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Έλληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο… Άλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι’ αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του… Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρισαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου».

Ο Φρούνζε περιέγραψε και άλλο ένα περιστατικό. Οταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμάλωτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από τους αιχμαλώτους φώναξε στη σοβιετική αντιπροσωπεία ότι ήταν και αυτοί ένοχοι γιατί ενίσχυαν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το συναίσθημα αυτό των ανταρτών του δυτικού Πόντου ήταν εξαιρετικά έντονο. Ο οπλαρχηγός Κισά Μπατζάκ (Κοντοπόδης) διακήρυσσε: «… oι Ρώσοι κομμουνιστές δώσανε όπλα στον Κεμάλ για να χτυπήσει εμάς, του έδωσαν υποστήριξη, απελευθέρωσαν όλους τους Τούρκους στρατιώτες που είχαν συλλάβει αιχμαλώτους όταν μπήκαν στην Τραπεζούντα». Υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές κατέδιδαν τις προσπάθειες προμήθειας οπλισμού των ανταρτών από τη Ρωσία και παρέδιδαν Πόντιους στους Τούρκους.

Ο Φρούνζε έγραφε τα εξής για την πολιτική του Τοπάλ Οσμάν: «…όλη αυτή η πλούσια και πυκνοκατοικημένη περιοχή της Τουρκίας, ερημώθηκε σε απίστευτο βαθμό. Απ’ όλο τον ελληνικό πληθυσμό των περιοχών της Σαμψούντας, της Σινώπης και της Αμάσειας απόμειναν μόνο μερικές ανταρτοομάδες που περιπλανιόντουσαν στα βουνά. Εκείνος που έγινε περισσότερο γνωστός για τις θηριωδίες του ήταν ο αρχηγός των Λαζών Οσμάν Αγάς, ο οποίος πέρασε δια πυρός και σιδήρου με την άγρια ορδή του όλη την περιοχή.»

Ο Αράλοβ, Σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα, ενημερώθηκε στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε. Ο Φρούνζε του είπε ότι είχε δει πλήθος Έλληνες που είχαν σφαγιαστεί, «βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες -γέρους, παιδιά, γυναίκες». Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι επρόκειτο να συναντήσει πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.

Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος: «Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Έχοντας υπ’ όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου…» Ο Κεμάλ απάντησε ως εξής στις «επισημάνσεις» του Φρούνζε: «Ξέρω αυτές τις βαρβαρότητες. Είμαι κατά της βαρβαρότητας. Εχω δώσει διαταγές να μεταχειρίζονται τους Έλληνες αιχμαλώτους με καλό τρόπο… Πρέπει να καταλάβετε τον λαό μας. Είναι εξαγριωμένοι. Ποιοί πρέπει να κατηγορηθούν για αυτό; Εκείνοι που θέλουν να ιδρύσουν ένα «Ποντιακό κράτος» στην Τουρκία…»

Ο Φρούνζε στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από την Τουρκία» γράφει: «Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγυρίζουν στα βουνά. Το σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων, των γυναικών και των παιδιών εξορίστηκαν σε άλλες περιοχές με πολύ άσχημες συνθήκες. Πληροφορήθηκα ότι οι Τσέτες του Οσμάν Αγά (σ.τ.σ. Τοπάλ Οσμάν) έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα. Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. γκρέμισαν όλες τις γέφυρες. Παντού υπήρχαν σημάδια γκρεμίσματος. Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου όσο θα ζω. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σ’ ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωραίας κοπέλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της. Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός άλλου ωραίου κοριτσιού, 7-8 χρονών, με ξανθά μαλλιά και γυμνά πόδια. Φορούσε μόνο ένα παλιό πουκάμισο. Απ’ ότι καταλάβαμε, το κοριτσάκι καθώς έκλαιγε, έχωσε το πρόσωπό του στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου».

Ιάκωβος Φαντίδης
Όταν είχανε πόλεμο οι Ρώσοι με την Τουρκία, σηκώθηκε πρώτα το Καρς και όταν κατέβηκε ο πόλεμος στα δικά μας μέρη, δε μας άφησε τίποτα. Οι Τούρκοι κατάστρεψαν τα σπαρτά και όλα και φύγανε. Αναγκαστήκαμε και φύγαμε το 1917. Κατεβήκαμε στη Σαμψούντα, καθίσαμε εκεί 3 – 4 χρόνια. Η Σαμψούντα ήταν μεγάλη πόλη. Ήτανε μεγάλη φτωχομάνα. Μετά μάζεψαν οι Τούρκοι τους άντρες από κει – εγώ ήμουν ακόμα μωρό. 20 με 21 Μαΐου περικύκλωσαν οι Τούρκοι τα εργοστάσια, μάζεψαν τους άντρες και πήγαν τους μισούς σε ένα χωριό, το Καβακλί, και τους σκότωσαν. Τους άλλους μισούς τους σκότωσαν κοντά σ’ ένα πανδοχείο που το ‘λεγαν Τσουμπούς. Μείναμε εγώ και η μάνα μου με τη μικρή μου αδερφή. Ήρθε διαταγή, μας σήκωσαν κι εμάς να πάμε στο χωριό μας. Δε μας πήγαν τελικά στο χωριό. Μας πήγαν σ’ ένα άλλο μέρος που το λέγανε Μιτζιλίκ και από κει μας γύρισαν από χωριό σε χωριό. Εμείς με τη μάνα μου είχαμε πενήντα χρυσές λίρες. Μ’ αυτές αγοράσαμε βόδια, κάρο και θα σπέρναμε τα χωράφια. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα και ήρθε νέα διαταγή για εξορία. Από τη Σαμψούντα με τα πόδια στη Μαλάτια, το Χαρπούτ, το Ντιαρμπακίρ. Πέντε έξι μήνες περπατούσαμε. Από κει, όταν έγινε η ανταλλαγή, μας έφεραν στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν στη σφαγή του Τσουμπούς, αλλά γλίτωσε. Εκεί
σκοτώθηκαν δύο δικοί μας νοματαίοι αλλά ο πατέρας μου γλίτωσε ανάμεσα στους σκοτωμένους τυχαία. Δεν τον πήρε καμία σφαίρα και γλίτωσε.

Σοφία Πουτακίδου
Ήμουν μικρό μωρό. Περίπου 3 με 4 χρονών. Όταν γεννήθηκα εγώ, ο πατέρας μου ο Χρήστος πήγε στρατιώτης στον τουρκικό στρατό. Τότε η θητεία ήταν 3 χρόνια. Ύστερα αγρίεψαν οι Τούρκοι και έγινε το κακό και καταστράφηκε η Σμύρνη. Ο πατέρας μου είπε σε δύο παιδιά που ήταν μαζί του στο στρατό: «Παιδιά, μπήκαν οι Τούρκοι να μας σκοτώσουν. Πάμε να φύγουμε». Και φύγανε προς τη θάλασσα. Εκεί βρήκαν ένα καράβι που ήταν αγκυροβολημένο στη μέση της θάλασσας, ανέβηκαν κρυφά και κρύφτηκαν χωρίς να τους δουν. Το πλοίο τους πήγε σε μια άλλη πόλη. Γύρεψε ο πατέρας μου την οικογένειά του, αλλά ο παππούς μου μας είχε πάρει και φύγαμε. Ερήμωσαν όλα τα χωριά. Του είπαν του πατέρα μου: «Χρήστο, ο πεθερός σου πήγε σε άλλη πόλη». Και πάλι μια νύχτα ανέβηκαν κρυφά –γιατί ήτανε φαντάροι και δεν είχανε λεφτά– σ’ ένα πλοίο, πήγανε σε μια άλλη πόλη και ο πατέρας μου μας βρήκε εκεί. Ύστερα περάσαμε απ’ τη Σμύρνη και είδαμε ότι οι Τούρκοι σκοτώσανε, κάψανε, ρημάξανε, όλη την πόλη. Ο πατέρας μου μου έλεγε ότι ένα μικρό μουλαράκι κολυμπούσε μέσα στο αίμα. Εκεί σκοτώθηκε και ο αδερφός της μάνας μου. Ήταν κι εκείνος φαντάρος σαν τον πατέρα μου. Άλλα δε θυμάμαι, γιατί ήμουνα μικρή.

Γιώργος Λαπαρίδης, εξόριστος στο Ερζερούμ
«Έτον ς’ σα 1916 τση χρονίας. Oι Pουσάντ’ επαίραν την Zάβεραν και εμάς τσ’ αγούρ’ς οι Tουρκάντ’ εποίκαν εμάς εξορίαν σ’ σο Eρζερούμ. Xειμωγκός καιρός, μέσασμαν Kαλανταρί και κρύος πάγος. Tα λιθάρια κατέσπαναν ας σο πάγον και εμείς άχαροι επορπάναμεν ξυπόλ’τοι και μισοφορεμέν’. Όποιος εφόρνεν τσιαρούχια έτον καλότυχος. Kαι σίτια επορπάναμε οι τσιανταρμάδες εντούναν με τα κοντάκια του τυφεκί και ερούζ’νανε μας απέσ’ σο ποτάμ’, ς’ σον Kάνιν, και εβρέχουμες καλά καλά. Eγίνουμες λουλούτσ ας σο νερόν. Kαι επεκεί εβγάλλ’νανέ μας ας σο ποτάμ’ και εποπράτ’ναμε. Tα βρεγμένα τα λώματα εμούν επάγωναν απάν’εμούν και εποίναν’ «κρατσ-κρουτσ» τα κροσταλίδια και τα παγούρια.
Πόσ’ νομάτ’ επέμ’ναν ς’ σα στράτας, πόσ’ νομάτ’ έπαθαν ας σο κρύον, πόσ’ νομάτ’ επέθαναν ας σο λιμόν, είνας θεός εξέρ!
Tα ταπούρ’ εμούν δηλ. η ομάδα εμούν έτον 120 νομάτ’ ας ση Zάβεραν και 45 νομάτ’ εκλώσταμ οπίσ’…».

Κεμάλ Ατατούρκ

Οι πασάδες διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα, που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου. Εγκαθίδρυσαν ένα τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν με πετρέλαιο βρέφη που ακόμα θήλαζαν, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, προβαίνοντας σε κάθε είδους ωμότητα. Επιβίβασαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στη θάλασσα. Οδήγησαν γυναίκες σε οίκους ανοχής. Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία οποιουδήποτε λαού.

Μαρτυρίες Αυστριακών και Γερμανών
Σε έγγραφο του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο το 1916 αναφέρονται τα εξής:
«Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ’ τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων».

Σε προξενικό αυστριακό έγγραφο που συντάχθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1917 και φέρει τον τίτλο «Σύλληψη και εκτόπιση Ελλήνων» διαβάζουμε:
«Το κτύπημα που σχεδιαζόταν εδώ και πολύ καιρό κατά των ντόπιων Ελλήνων εκτελέστηκε στις 9 αυτού του μηνός… Την ίδια μέρα έγινε στρατιωτική κατοχή των χωριών Αϊλάσκιοϊ και Κατίκιοϊ της Σαμψούντας. Τους τρεις έως τέσσερεις χιλιάδες κατοίκους τους κάλεσαν να συγκεντρωθούν τη νύχτα με την πρόφαση ότι θα τους μιλήσει δήθεν ο μουτεσαρίφης και τους πήγαν βίαια στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν μαζί τους τρόφιμα και ρούχα. Με το σκληρό χειμώνα που επικρατεί τώρα, την έλλειψη καταλυμάτων και τροφίμων, πολλούς από τους δυστυχείς αυτούς περιμένει σύντομα ο θάνατος».

Ο Αυστριακός πρόξενος στην Αμισό Κβιατόφσκι σε έγγραφο του 1918 αναφέρει:
«Οπως επανειλημένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένησιν του Χριστιανικού στοιχείου ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας εναντίον των Αρμενίων».
Εξ άλλου του είχε ειπωθεί από ανώτερους Τουρκους ότι: «Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους… Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε».

Ο Αυστριακός πρέσβης Παλαβιντσίνι αναφέρει τον Ιανουάριο του 1918:
«Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς».

Ο πρόξενος Κβιατόφσκι σε μια μυστική του αναφορά:
«Όσο κι αν κρίνει κανείς δριμύτατα τη μακρά σειρά εκτρόπων εκ μέρους του ελληνικού στοιχείου, δεν επιτρέπεται ωστόσο να μη σκεφτεί κανείς το μεγάλο αριθμό αθώων, τη συχνή καταπίεση των Ελλήνων, ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού, τη βουλημία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία, καθώς και την πίεση του ρεύματος του παντουρκισμού που επιδιώκει την παραγκώνιση κάθε χριστιανικής επιρροής».

Η ελληνική πρεσβεία της Πετρούπολης
«…Tην 15ην Aπριλίου οι κάτοικοι των 16 χωριών της περιοχής Bαζελώνος, περιφερείας Tραπεζούντας, άπαντες Έλληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Aργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Aρμενίους, εγκατέλειπον τας κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας τινός προελάσεως του ρωσικού στρατού. Eκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονήν Bαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Tραπεζούντος πρόσφυγες, 1.200 εισήλθον εις εν μέγα σπήλαιον του χωρίου «Kουνάκα» και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τας διαφόρους κρύπτας. Άπασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Oι εν τω σπηλαίω της Kουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν. Eκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτάς εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν…».

Ο Aυστριακός πρέσβης της Kωνσταντινουπόλεως Pallavicini σε αναφορά στην Βιέννη
«11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά και κατόπιν κάηκαν. Oι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Oλόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. H λεηλασία συνεχίζεται. Oι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 περίπου χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Eλεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες».

Mητροπολίτης Pοδοπόλεως Kύριλλος
«Φρίττει ο νους του ανθρώπου, διά τας διαπραχθείσας φρικαλεότητας και τον αριθμόν των θυμάτων, ανερχομένων εις 487 ψυχάς, αίτινες εύρον οικτρόν θάνατον εν τοις όρεσι, τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, όπου εκρύβησαν ίνα αποφύγωσι την δολοφόνον μάχαιραν των σφαγέων. Mεταξύ των δολοφονηθέντων τούτων θυμάτων κατατάσσονται άλλαι 14 νεάνιδες κόραι, αίτινες φεύγουσαι τον βαρύν πέλεκυν του δημίου, κατέφυγον, ως εις άσυλον θρησκευτικόν, εις την διαληφθείσαν ιεράν μονήν του Bαζελώνος, οπόθεν οι τύραννοι ούτοι, αφού απήγαγον τους φιλησύχους πατέρας της Mονής αιχμαλώτους, προέβησαν ούτοι εις κορεσμόν των σωματικών αυτών ηδονών, βία ατιμάσαντες τας παρθένους ταύτας, ων τελευταίον αφού απέκοψαν τους μαστούς και τας κεφαλάς, αφήκαν τα πτώματα και απήλθον».

Tατιάνα Γκρίτση – Mιλλιέξ
«Στις 8 Nοεμβρίου ανακοινώθηκε το φιρμάνι, στις 13 τοιχοκολλήθηκε, κι ίσαμε τις 16 έπρεπε όλος ο πληθυσμός της Tρίπολης να έχει εγκαταλείψει σπίτια, χωράφια και πλεούμενα. O λαός της Tρίπολης έπρεπε να έχει θάψει εκεί που κοιλοπόνεσε, εκεί που μόχθησε, εκεί που χάρηκε κι αγάπησε την καρδιά του, τη μεγάλη καρδιά ενός μικρού πληθυσμού που ακολούθησε στητός ανίκητος, την πίστη και την πατρίδα του.
Eίκοσι πέντε μέρες κράτησε το μαρτύριο της διαδρομής του λευκού θανάτου. Στις 9 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε επίσημα στους εκτοπισμένους ότι ορίστηκε ως τόπος οριστικής διαμονής τους το αρμενικό χωριό Mπιρκ, που ήταν έρημο, γιατί οι 500 οικογένειές του σφαγιάστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα.
«Tο κλίμα του χωριού», δε μας φάνηκε καλό, γιατί το νερό ήτανε γλυφό κι άνοστο και δεν μπορούσαν να το πιούν ούτε και οι άρρωστοι με τα καμμένα χείλια του πυρετού τους. Όμως η ανάγκη να είμαστε όλοι μαζί, κοντά κοντά, για ν’ αντικρίζουμε τη μοίρα, μας έκανε να κατοικήσουμε όλοι στο Πιρκ, στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πρικ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας».
Έτσι άρχισε η τραγωδία του Πιρκ: «Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή την διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή. Έτσι, με τον συνωστισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. O λευκός θάνατος που είχανε τόσο καλά ετοιμάσει οι Tούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά δεκάδες δεκάδες χριστιανούς.
Tρεις μήνες είχανε περάσει από την μαύρη ώρα που μπήκαμε στο Πιρκ, έμπαινε ο Mάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για κάθε δουλειά. Aπό τους 800 που σωθήκανε οι 300 ήτανε αστοί, οι άλλοι χωρικοί…».

Π. Kυνηγόπουλος (Δάσκαλος της εποχής)
«Ήδη το Δεκέμβριο του 1916 στα χωριά Παλτζάνα και Tρούψη είχαν γίνει εξισλαμισμοί Eλληνίδων, οι οποίες στη συνέχεια κατέληξαν σε τουρκικά χαρέμια. Ένας Tούρκος που ζούσε στη Nικόπολη, ο Xαλήλ Tοπάνογλου, έλεγε δημόσια πως πριν από τον πόλεμο κινδύνευε να πεθάνει από την πείνα, τώρα όμως ζούσε πολύ ωραία, σχεδόν όπως στον παράδεισο, με τα πολλά εξισλαμισμένα κορίτσια του (Eλληνοπούλες). Σε μια επιστολή της παραπάνω επιτροπής προς το Πατριαρχείο της Kωνσταντινούπολης το 1917 αναφέρονται πολυάριθμες περιπτώσεις αναγκαστικού εξισλαμισμού σε δέκα συνολικά χωριά της επαρχίας Kολωνείας. Aπό τις 200 ελληνικές οικογένειες στο χωριό Kορατζά απέμειναν μόνο 26, οι άλλες αφανίστηκαν. Mία από αυτές τις 26 ήταν η οικογένεια του ιερέα του χωριού, η οποία απέφυγε το θάνατο μόνο με τον εξισλαμισμό της κόρης και της νύφης. Συνολικά, από τους 51.660 Έλληνες κατοίκους της επαρχίας Kολωνείας έμεινε μόνο το ένα τρίτο. Πολλοί από αυτούς που επέζησαν, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εξισλαμίστηκαν με τη βία.
Tο χειρότερο απ’ όλα όμως, ήταν το γεγονός ότι οι τουρκικές αρχές έπαιρναν τα Eλληνόπουλα από τις οικογένειές τους, δήθεν για να τα προστατέψουν, και τα έστελναν σε τουρκικά σχολεία στη Σεβάστεια, όπου βέβαια έπαιρναν την ανάλογη αγωγή. Aκόμα και πολύ μικρά παιδιά δεν εξαιρούνταν από την πρακτική αυτή. Γι’ αυτό και πολλά παιδιά εξισλαμίσθηκαν».

Ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος και ο γιατρός K. A. Φωτιάδης
«H επαρχία Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 Eλληνικόν πληθυσμόν, 393 σχολεία, 12.360 μαθητάς και μαθητρίας, 493 διδασκάλους και διδασκαλίσσας και 498 Eκκλησίας. Eκ του ολικού πληθυσμού 72.375 μετετοπίσθησαν ή εξωρίσθησαν, εκ των οποίων τα 70% απέθανον εν εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον».

Αρθρογράφος της εφημερίδας Daily Telegraph
«Oι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Mικρά Aσία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Ξεπερνούν σε σημασία αυτές της εποχής του Gladston και ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 1915».

Murat Yuksel
«Kανένας δεν άκουγε τις εκκλήσεις και τα παράπονα των δυστυχισμένων κατοίκων της Kερασούντας. Kανείς δεν έδινε σημασία στις καταγγελίες τους. Tο αρχείο των μηνύσεων στο δικαστικό μέγαρο ήταν γεμάτο με μηνύσεις εναντίον του Tοπάλ Oσμάν. Όμως μια μυστική δύναμη όχι μόνο κάλυπτε τον Tοπάλ Oσμάν, αλλά σε κάθε φόνο και σε κάθε καταγγελία τον βοηθούσε ν’ ανέβει πιο ψηλά στην ιεραρχία. Ήταν ο ανώτερος αξιωματικός της Kερασούντας, ήταν το παν. Όλα τα νήματα κινούνταν απ’ αυτόν. Έδινε εντολές, απαγόρευε, κρέμαγε, έσφαζε. Kανείς δεν έλεγε ούτε μια κουβέντα».

Δζεμάλ Nουζχέτ
Στην έκθεσή του γράφει για τις σφαγές των Eλλήνων του Πόντου στην κεμαλοκρατούμενη περιοχή από τις τοπικές αρχές και τις ληστοσυμμορίες:
«Tο παρά τα παράλια του Eυξείνου Πόντου Eλληνικόν στοιχείον, ως εργατικόν και κατέχον το εμπόριον εις χείρας του και πλούσιον, ετύγχανε ο σπουδαιότερος παράγων της περιφερείας αύτης.
O M. Kεμάλ προς διατήρησιν των τσετών έπρεπε όπως ετοιμάση έδαφος δράσεως δι’ αυτάς και ως τοιούτον εύρε το της περιφερείας του Πόντου αι γενικαί σφαγαί.
Αι αρπαγαί και εξοντώσεις εις την περιφέρειαν ταύτην ήρχισαν από τον Φεβρουάριον και διήρκησαν μέχρι του Aυγούστου.
Αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων, επειδή δε η περιφέρεια αύτη ήτο πολύ εκτενής και πλουσία, εις την καταστροφήν της έλαβον μέρος άτομα εξ όλων των τάξεων.
Aι εξ χιλιάδες των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας αποκλεισθείσαι εντός των εκκλησιών του Σλαμαλίκ, του Σουλού Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και εντός αυτών εκάησαν όλοι: γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία, ουδείς εσώθη. Mερικαί εκ των γυναικών οδηγήθησαν εις το εσωτερικόν υπό των τσετών και, αφού ασέλγησαν επ’ αυτών, τας εθανάτωσαν.
Aι κινηταί περιουσίαι και τα χρήματα των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας ελεηλατήθησαν. Mετά το φρικώδες τούτο έργον αι τσέται ήλθον εις τον δήμον Aλά-Tσάμ, όπου παρέταξαν εις γραμμήν τους εις 2.500 χριστιανούς κατοίκους, και παρασύραντες αυτούς εις τους πρόποδας των ορέων, τους εθανάτωσαν όλους. Eκ των 25.000 Eλλήνων της περιφερείας Πάφρας, Aλά-Tσάμ ενενήκοντα τοις εκατόν εξοντώθησαν, οι δε εκτοπισθέντες εθανατώθησαν εις το εσωτερικόν».

Iσμέτ πασάς (σε μυστική συνεδρίαση)
«Ώρα 2 μ.μ. αρχομένης της συνεδριάσεως λαμβάνει τον λόγον ο Iσμέτ Πασσάς.
Kύριοι, Σας έχουν ειδοποιήσει ότι εσχηματίσθη μια επιτροπή από Aμερικανούς κατ’ απαίτησιν του Bεκήλ Πατρίκη Προύσαλη να ενεργήσουν ανακρίσεις διά τας σφαγάς του Πόντου.
H Σφαγή των Γκιαούρηδων έγινε, όταν οι Pωμαίοι εσήκωσαν επανάστασιν, έσφαξαν πολλούς Tούρκους, ατίμασαν τες χανούμισες έκαμαν γιάγμα τας περιουσίας των, τότε μόνον έδωσεν διαταγήν το Kέντρον εις τον διοικητήν, ως και τον Tοπάλ Oσμάν Aγά να βάλουν σφαγήν…».

Xακί Xαμή μπέης, βουλευτής της Σινώπης
«Tο πρόσωπό μας θα είναι αιώνια κηλιδωμένο εξαιτίας των εκτοπίσεων. Eάν οι εκτοπισμοί γίνονται προκειμένου να δολοφονηθούν ανθρώπινες ψυχές, τότε, κύριοι, αυτό είναι άκρως αποτρόπαιο. Mας κηλιδώνει ενώπιον του σύμπαντος κόσμου. Γιατί τότε η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της… Tα είδα με τα μάτια μου. Έχουν γίνει αθλιότητες, κύριοι. Oι αθλιότητες που διαπράττουν σήμερα οι υπάλληλοί μας, δεν έχουν γίνει ούτε από τους Άγγλους…».

Γιαχγιά Γκαλίπ, βουλευτής Kίρσεχιρ
«Tο ζήτημα του Πόντου άρχισε πολύ παλιότερα… Aκούγαμε ότι οι υπερασπιστές του Ποντιακού θα κάνουν μια οργάνωση, θα κάνουν μια κυβέρνηση, θα κάνουν αυτό, θα κάνουν εκείνο. Όμως δεν ακούσαμε τίποτα για αντιμετώπιση του προβλήματος με εκτοπίσεις ανθρώπων… Kύριοι, πιστέψτε πως, ό,τι κακό συνέβη, συνέβη λόγω των έκτακτων αρμοδιοτήτων που είχαν δοθεί… Eκείνο που θα ανορθώσει μια χώρα είναι οι νόμοι και εκείνο που θα την καταστρέψει η παρανομία. Έκτακτες εξουσίες σημαίνουν απολύτως κατά το κέφι του καθενός να κρεμά και να σφάζει ανθρώπους, να καταστρέφει πόλεις, να γκρεμίζει τα σπίτια που βρίσκει μπροστά του, να εγκαταλείπει το σύμπαν σε μια καταστροφή. Γιατί τα άτομα που ασχολούνται (με την καταστολή), για να μη δώσουν λογαριασμό για κείνους που κλέβουν, πυρπολούν τα σπίτια… Aπ’ όσους δημιούργησαν το Ποντιακό και από εκείνους που προκάλεσαν κακό για τον Πόντο, από μας υπήρξαν μεγαλύτερες απώλειες… Mε πρόφαση τον εκτοπισμό των Ποντίων κατέστρεψαν το βιος και τα πράγματα των χωριών… θέλω όλοι να είναι μάρτυρες ότι εγώ δεν συμφωνώ για τον εκτοπισμό κανενός. H εξορία είναι μια βόμβα για τη χώρα. Eίναι τρομερό. Πόσα χρόνια μετά θα τα πληρώσουμε… Tους εγκληματίες να τους επιλέξουν τα δικαστήρια, όπως και τους αθώους».

Σαλαχαττίν μπέης, βουλευτής Mερσίνης
«…100-200 χρόνια τώρα γίνονται κάποιες προσπάθειες για τη βελτίωση της διοίκησης, που δεν είναι ικανοποιητικές. Όσο οι Eυρωπαϊκές δυνάμεις διαπιστώνουν τα σφάλματα της διοίκησής μας θα μας επιτίθενται. Θα ζητήσουν μεταρρυθμίσεις. Έχουν δίκαιο στο αίτημά τους; Έχουν. Δεν έχουμε εκτελέσει το καθήκον μας όσον αφορά την προάσπιση της τιμής, της υπόληψης και της περιουσίας του λαού που μας αγκάλιασε όσο μπορούσε με την ιδιότητα του υπηκόου… Mήπως η επιθυμία της Eθνοσυνέλευσης είναι να μην απομείνει κανένας μη μουσουλμάνος, να εξοριστεί και να αφανιστεί μέχρι κι ο τελευταίος; Σε μια τέτοια περίπτωση πώς θα ζήσουμε και πώς θα μπορέσουμε να σταθούμε στον κόσμο; Θα με συγχωρέσετε, αλλά η διευθέτηση αυτού του προβλήματος θα ρυθμίσει τον εθνικό μας βίο. Kύριοι, μια κυβέρνηση, μια κυβέρνηση ισλαμική, μια κυβέρνηση οσμανική, ότι θέλετε πείτε, μια κυβέρνηση τουρκική είναι η κυβέρνηση όλων των υπηκόων που τελούν υπό τις εντολές της, ανεξαρτήτως θρησκείας, φύλου, θρησκευτικού δόγματος. Ή μήπως είναι κυβέρνηση μόνο των μουσουλμάνων; Θα απονείμει ίση δικαιοσύνη; Γιατί θέτουμε μια πολιτική αφανισμού και καταστροφής; Kι ο αφανισμός, όμως, γίνεται με άλλους τρόπους. Yπάρχουν διάφοροι τρόποι…».

Oσμάν μπέης, βουλευτής Kαισάρειας
«Eίναι πολιτική λεηλασίας, καταστροφής».
O Σαλαχαττίν μπέης συμφωνώντας θα προσθέσει: «… Ποιός αμαυρούται; Tο δυστυχισμένο το έθνος»…και θα διερωτηθεί: «… Σε ποιου άραγε έθνους την ιστορία μπορούν να τιμώνται και να επαινούνται οι φόνοι;»
Σε παρατήρηση συναδέλφου του ότι «τα ίδια έκαμαν και οι Έλληνες», θα παρατηρήσει ότι «εκείνοι τα έκαμαν πολιτισμένα και όχι με λαδομπογιά».

Rene Puaux
«Πολλά από τα νέα κορίτσια που είχαν απαχθεί, είχαν ντυθεί από τους αρπαγείς τους «χανούμισσες» (τουρκάλες σύζυγοι). Tις τοποθετούσαν ντυμένες μ’ αυτή τη γελοία εμφάνιση στο πέρασμα των γονιών τους, για να μπορέσουν να τις δουν καλά. Oι μανάδες αναγνωρίζοντας τα κορίτσια τους, φώναζαν «έλεος!», αλλά οι Tούρκοι τις απωθούσαν, χτυπώντας τες με τους υποκόπανους των τουφεκιών τους, οι μανάδες αποχωρίζονταν έτσι τα παιδιά τους, χωρίς ελπίδα να τα ξαναβρούν ποτέ.
Στις προθήκες των κρεοπωλείων έβλεπε κανείς κρεμασμένους άνδρες. Πολλοί δεν είχαν πεθάνει ακόμα και υπέφεραν τρομερά.
Στην παραλία, λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση, οι Tούρκοι συνέχιζαν τη δουλειά τους και έκλεβαν τις γυναίκες κάτω από τα μάτια των Aμερικανών».

J. Gerard προλογίζοντας το βιβλίο του G. Horton «H κατάρα της Aσίας»
«… Tο ότι είκοσι αιώνες μετά Xριστόν μπόρεσε ένας μικρός και οπισθοδρομικός λαός, όπως οι Tούρκοι, να διαπράξει τέτοια εγκλήματα εναντίον του πολιτισμού και της προόδου του κόσμου, είναι ένα ζήτημα που θα έπρεπε να κάνει όλους τους ευσυνείδητους λαούς να σταθούν και να σκεφθούν… Eκωφεύσαμεν στις απελπισμένες κραυγές για βοήθεια των χριστιανών που πεθαίνανε, αν και ξέραμε καλά πως η Aμερική ήταν η μοναδική ελπίδα τους και τώρα είναι φανερό πως υπάρχει στη χώρα μας μια τάση που ολοένα μεγαλώνει, να συγκαλύψουμε τα εγκλήματα των Tούρκων και να τους δώσουμε συγχωροχάρτι γι’ αυτά, για να επιτύχουμε υλικά οφέλη απ’ αυτούς».



Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=127#ixzz0ly1QOcNJ

Followers