26 Δεκεμβρίου 2008

Πατρίδα μ' αραεύω σε


Στίχοι - Μουσική: Χρήστος Αντωνιάδης - Κώστας Σιώπης
Τραγούδι: Στέλιος Καζαντζίδης
Λύρα: Χρήστος Χρυσανθόπουλος


Στην ποντιακή διάλεκτο:

Πέντε οσπίτεα έχτισα,
Κι ας’ ολεα ξεσπιτούμαι,
Πρόσφυγας είμαι ασο κουνίμ’,
Θεέμ’ θα παλαλλούμε.


Επωδός:

Πατρίδα μ’ αραεύω σε,
Άμον καταραμένος,
Σα ξένα είμαι Έλληνας,
Και σην Ελλάδαν ξένος.


Οσπίτεα εφέκα ανάμεσα,
Σ’ ορμήν και ποταμάκρή,
Πεγάδεα μαρμαρόχτιστα,
Νερόν άμον το δάκρυν.

Επωδός


Κι ατώρα αδακές διψώ,
Νερόν να πίνω κ’ έχω,
Εντρέπουμαι να ψαλαφώ,
Τα χειλόπαμ’ να βρέχω.


Επωδός


Απόδοση στα νέα ελληνικά:

Πέντε σπίτια έχτισα,
Και απ’ όλα ξεσπιτώνομαι,
Πρόσφυγας είμαι από κούνια,
Θεέ μου θα τρελαθώ.


Επωδός

Πατρίδα μου σε ψάχνω,
Σαν καταραμένος,
Στα ξένα είμαι Έλληνας,
Και στην Ελλάδα ξένος.


Σπίτια άφησα ανάμεσα,
Στα δάση και τις ποταμάκρες,
Πηγάδια μαρμαρόχτιστα,
Νερό σαν το δάκρυ.

Επωδός


Και τώρα εγώ εδώ διψώ,
Νερό να πιω δεν έχω,
Ντρέπομαι να ζητήσω,
Τα χείλια μου να βρέξω.


Επωδός




σχολιασμός του τραγουδιου:

Το τραγούδι “Πατρίδα μ’ αραεύω σε” είναι ένα παραδοσιακό ποντιακό κομμάτι το οποίο αναφέρεται στα όρια της ξενιτιάς και της πατρίδας. Μέσα από αυτό ο άνθρωπος που τραγουδάκι περιγράφει την περιπετειώδη και γεμάτη δυσκολίες ζωή του. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις έννοιες της ξενιτιάς, της πατρίδας, του ξένου και του πρόσφυγα, κατανοώντας ότι όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με μια σχέση αλληλεπίδρασης και ότι τα χωρίζει μόλις ελάχιστη απόσταση το ένα από το άλλο.
Το γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι είναι η περιοχή του Πόντου (τόπος απ’ όπου ξεκίνησαν πρόσφυγες) και της Ελλάδας (τόπος – κοινωνία υποδοχής), ενώ το ιστορικό, χρονικό ξεκινάει από το 1916, όταν άρχισε η Γενοκτονία των Ποντίων, ως το 1926 οπότε και έφυγε και ο τελευταίος Έλληνας – Πόντιος κάτοικος από την περιοχή του Ευξείνου Πόντου.

Το κομμάτι αυτό έχει γραφτεί αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή, όμως καυτηριάζει αυτά που συμβαίνουν μετά από το πέρασμα τόσων ετών. Ότι συνέβαινε τότε (τα χρόνια του Διωγμού), συμβαίνει και τώρα και αυτό το αισθάνεται ο πρόσφυγας – αφηγητής, τραγουδιστής και το αναφέρει μέσα στο τραγούδι του.
Είναι μια διαχρονική κατάσταση την οποία νοιώθουν οι πρόσφυγες από τον Πόντο, οι Έλληνες Ακρίτες του Πόντου.

Το τραγούδι ξεκινάει με μια ανάδρομη στο παρελθόν. Στην πρώτη στροφή ο πρόσφυγας (που τραγουδάει) επαναφέρει στην μνήμη του τις συχνές μετακινήσεις που υπέστη λόγω της Γενοκτονίας των Ποντίων από τους Νεότουρκους και των συχνών μετακινήσεων που χρειάστηκε να κάνει. Λέει χαρακτηριστικά ότι εγκατέλειψε πέντε σπίτια (πέντε οσπίτεα έχτισα, κι ας όλα ξεσπιτούμε…) εννοώντας ίσως τις περιοχές στις οποίες αναγκάστηκε να μετακινηθεί ο άμαχος πληθυσμός κατά την διάρκεια του Διωγμού, αλλά ίσως και να αναφέρεται στην περιουσία που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του, μιας και όπως γνωρίζουμε οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι των εκεί περιοχών ήταν εύποροι. Όλες αυτές τις περιπέτειες τις έζησε από πολύ μικρή ηλικία, εκεί μας παραπέμπει και η αναφορά που γίνεται στην βρεφική κούνια στον 3ο στίχο. Σ΄ όλη του την ζωή είναι πρόσφυγας και έχει φτάσει σε σημείο απελπισίας, γι’ αυτό και επικαλείται την βοήθεια του Θεού για σωτηρία (Θεέμ’ θα παλαλούμε…).

Στην έπωδο (ρεφραίν) παρατηρούμε πως αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια, εντούτοις συνεχίζει να αναπολεί και να αναζητά την “πατρίδα” του.
“Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος” στο νόημα αυτών των δυο στίχων περικλείεται μια μεγάλη αλήθεια για τους μετανάστες γενικώς. Όταν ένας άνθρωπος μεταναστεύει από την χωρά του σε μια ξένη, αντιμετωπίζεται με εχθρότητα και αν όχι με εχθρότητα απλά με αδιαφορία από τις τοπικές κοινωνίες υποδοχής. Από την άλλη, όταν επιστρέφει στην πατρίδα του, οι ομογενείς του προσάπτουν το προσωνύμιο της χώρας που τον είχε φιλοξενήσει, αμφισβητώντας την εθνικότητα του. Το ίδιο συνέβη, και συμβαίνει αρκετές φόρες και σήμερα, με τους Έλληνες πρόσφυγες του Πόντου όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Οι γηγενείς πληθυσμοί τους συμπεριφέρθηκαν με όχι και τόσο καλό τρόπο και πολλές φορές αμφισβητούσαν την εθνικότητα τους, την ελληνική εθνική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που ήταν η αιτία για να εξοριστεί ένας ολόκληρος λαός από τις πατρογονικές εστίες. Οι Νεότουρκοι έδρασαν με εκκαθαριστικές μεθόδους εναντίον όλων των μη μουσουλμανικών εθνικοτήτων της ευρύτερης περιοχής της Μικράς Ασίας, μέσα σε αυτούς ήταν και οι Πόντιοι, που εκδιώχτηκαν επειδή, ακριβώς, ήταν Έλληνες. Και στην Ελλάδα όπου κατέφυγαν τους αντιμετώπιζαν και τους έβλεπαν ως Τούρκους (γνωστά τα κοσμητικά επίθετα τουρκόσποροι, τουρκαλάδες και αλλά).

2η στροφή, συνεχίζεται η αναδρομή και το ποιητικό εγώ (ο πρωταγωνιστής) κάνει λόγο για το φυσικό κάλλος της περιοχής του Πόντου και ακόμη μια φορά για την περιουσία που άφησε πίσω του. Οι δασικές εκτάσεις και οι εύφορες περιοχές της πατρίδας του που περιγράφει φαντάζουν γι’ αυτόν ως ένας επίγειος παράδεισος. Έπειτα, παρομοιάζει το νερό με τα δάκρυα (νερόν άμον το δάκρυν). Διττή η σημαίνουσα σημασία αυτού του σχήματος λογού. Αφενός, με αυτό εννοεί ότι το νερό στα πηγάδια των σπιτιών εκεί ήταν πεντακάθαρο, αφετέρου μπορεί να συμβολίζει τα δάκρυα που χυθήκαν από τους πρόσφυγες όταν εγκαταλείψαν τα πάτρια εδάφη τους. Απ΄ όλα αυτά γίνεται εύκολα κατανοητή η μεγάλη αγάπη των Ποντίων για την πατρίδα τους. Στην στροφή αυτή είναι που τελειώνει και η αναδρομή που ξεκίνησε στην 1η.

Στην τρίτη στροφή επιστρέφουμε στο παρόν. Δίνονται παραστατικά οι άθλιες συνθήκες επιβίωσης αρχικά και διαβίωσης έπειτα στον τόπο υποδοχής. Η δίψα που επισημαίνεται στον παρακάτω στίχο ατώρα αδακές διψώ… υποδηλώνει την ανεπαρκή κάλυψη των βιολογικών αναγκών των προσφύγων και την μη επαρκή υποδομή του κρατικού μηχανισμού στα πρώτα χρόνια της νέας τους ζωής μετά την Καταστροφή. Ιδιαίτερα δύσκολες οι καταστάσεις στην “νέα πατρίδα” η οποία παίρνει την μορφή της κόλασης στα μάτια των προσφύγων. Χαρακτηριστική οι εικόνα που μας έρχεται στο μυαλό μόλις διαβάσουμε την στροφή αυτή. Η εικόνα της κόλασης όπου δεν υπάρχει νερό και οι ψυχές καίγονται. “νερό να πιω δεν έχω, ντρέπομαι να ζητήσω” (νερόν να πίνω κ’ έχω, εντρέπουμε να ψαλαφώ τα χειλόπαμ’ να βρέχω…) αυτά τα λόγια μπορεί να ερμηνευτούν με δυο τρόπους. Από τη μια πλευρά, οι πρόσφυγες ντρέπονταν να ζητήσουν ακόμα και νερό μιας και ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι. Επαιτεία το θεωρούσαν (ίσως) το να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό, και μόνο ζητιάνοι δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Από την άλλη, υπάρχει και η πιθανότητα να ντρέπονταν για τους υπαιτίους (για τις κυβερνήσεις) που τους έφεραν στην κατάσταση αυτή ή και για τις κοινωνίες τις τοπικές που η αποκατάσταση των προσφύγων ήταν υποχρέωση τους. Η συμπεριφορά των γηγενών πληθυσμών ήταν άσχημη πολλές φορές προς τους πρόσφυγες. Όμως και εκείνοι ήταν Έλληνες και δικαιούνταν μια καλύτερη αντιμετώπιση.



Γενικά το τραγούδι διακατέχεται από ένα αίσθημα νοσταλγίας, αναζήτησης και πόνου για τις χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες στην περιοχή του Πόντου και γενικά της Μικράς Ασίας. Οι άνθρωποι αυτοί πέρασαν πολλές δυσκολίες, έχασαν μέσα σε λίγες στιγμές πατρίδα, σπίτια, οικογένειες, φίλους, συγγενείς και ότι άλλο πολύτιμο είχαν.
Έφτασαν στην Ελλάδα κυνηγημένοι και εξαθλιωμένοι. Αντιμετωπίστηκαν από τις εδώ κοινωνίες ως κάτι το ξένο κι όμως, μετά από τις φτώχιες, τις κακοτοπιές κατάφεραν με πολύ κόπο και πείσμα να μεγαλουργήσουν και πάλι. Σήμερα ο προσφυγικός ελληνισμός του Πόντου έχει ενταχτεί πλήρως στην νέα πατρίδα την Ελλάδα, που στην ουσία δεν είναι νέα καθώς την χαρακτηρίζουν Πατρίδαν τη Πατρίδας ίμουν δηλαδή η πατρίδα της πατρίδας μας.
Παρ’ όλα αυτά ο μεγάλος καημός των Ποντίων παραμένει η Πατρίδα, ο Πόντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Followers