Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Φεβρουαρίου 2009

fan club ποντίων στο facebook

η σελίδα μας στηρίζει την ποντιακή μουσική ... με τον τρόπο της....

παρακάτω σας παρουσιάζουμε τα fan club καλλιτεχνών της ποντιακής μουσικής σκηνής, που λειτουργούν στο facebook....

Μπάμπης Ιορδανίδης fan club
http://www.facebook.com/group.php?gid=35434432691

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΤΙΡΙΔΗΣ fan club
http://www.facebook.com/group.php?gid=37167673266

Θεόφιλος Πουταχίδης
http://www.facebook.com/group.php?gid=18059355817

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΓΩΓΟΣ
http://www.facebook.com/group.php?gid=50254411959

Αλέξης Παρχαρίδης Fan Club
http://www.facebook.com/group.php?gid=48088760569

Siamlidis - Kotidis Official Fun Club Group
http://www.facebook.com/group.php?gid=22819026965

Savvidis Stavros - FAN CLUB
http://www.facebook.com/group.php?gid=49707108281

ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ FUN CLUB
http://www.facebook.com/group.php?gid=47512013154

ΠΟΛΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
http://www.facebook.com/group.php?gid=125438560219

ΦΑΝΗΣ ΚΟΥΡΟΥΚΛΙΔΗΣ-Fanis Kourouklidis (Fun Club)
http://www.facebook.com/group.php?gid=113062220161

ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ FAN CLUB
http://www.facebook.com/group.php?gid=17127823157

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
http://www.facebook.com/group.php?gid=47271355896


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ FUN CLUB
http://www.facebook.com/group.php?gid=42251813757

ΤΑΣΟΣ ΙΜΙΡΤΖΙΔΗΣ (FUN CLUB)
http://www.facebook.com/group.php?gid=58779738432

ΓΙΩΤΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
http://www.facebook.com/group.php?gid=57640309720

FΑN CLUB PANAGIOTH KOGALIDI
http://www.facebook.com/group.php?gid=43475438911

anestis ioakeimidis fan club
http://www.facebook.com/group.php?gid=52614816531

fan club aslanidis panagiotis
http://www.facebook.com/group.php?gid=57088581689

Stathis Nikolaidis Fan's
http://www.facebook.com/group.php?gid=49152811400

ΚΩΣΤΑΣ ΖΩΗΣ
http://www.facebook.com/group.php?gid=39392066028

Savvas Lazaridis FAN CLUB
http://www.facebook.com/group.php?gid=47002561339

ANTONIS NIKOFORIDIS FAN CLUB
http://www.facebook.com/group.php?gid=38266256021

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Κυριάκος
http://www.facebook.com/group.php?gid=32166502286

Giorgos Atmatsidis
http://www.facebook.com/group.php?gid=26736457101

Siamidis Kostas
http://www.facebook.com/group.php?gid=18067768394


αν είσαι εγγεγραμένος στο facebook τοτε γίνε μέλος σε μερικά απο τα παραπάνω fan club και γιατί όχι και σε όλα......

25 Φεβρουαρίου 2009

Ακρίτας PALACE στην Πατρίδα Βεροίας

μια νύχτα στον Ακρίτα.....

21 Φεβρουαρίου 2009

τραγουδούν:
Σταύρος Σαββίδης , Θεοδοσιάδης Κώστας , Βεροιώτης Θόδωρος

στη λύρα:
Φάνης Κουρουκλίδης , Ανδρέας Μαυρόπουλος












26 Δεκεμβρίου 2008

Πατρίδα μ' αραεύω σε


Στίχοι - Μουσική: Χρήστος Αντωνιάδης - Κώστας Σιώπης
Τραγούδι: Στέλιος Καζαντζίδης
Λύρα: Χρήστος Χρυσανθόπουλος


Στην ποντιακή διάλεκτο:

Πέντε οσπίτεα έχτισα,
Κι ας’ ολεα ξεσπιτούμαι,
Πρόσφυγας είμαι ασο κουνίμ’,
Θεέμ’ θα παλαλλούμε.


Επωδός:

Πατρίδα μ’ αραεύω σε,
Άμον καταραμένος,
Σα ξένα είμαι Έλληνας,
Και σην Ελλάδαν ξένος.


Οσπίτεα εφέκα ανάμεσα,
Σ’ ορμήν και ποταμάκρή,
Πεγάδεα μαρμαρόχτιστα,
Νερόν άμον το δάκρυν.

Επωδός


Κι ατώρα αδακές διψώ,
Νερόν να πίνω κ’ έχω,
Εντρέπουμαι να ψαλαφώ,
Τα χειλόπαμ’ να βρέχω.


Επωδός


Απόδοση στα νέα ελληνικά:

Πέντε σπίτια έχτισα,
Και απ’ όλα ξεσπιτώνομαι,
Πρόσφυγας είμαι από κούνια,
Θεέ μου θα τρελαθώ.


Επωδός

Πατρίδα μου σε ψάχνω,
Σαν καταραμένος,
Στα ξένα είμαι Έλληνας,
Και στην Ελλάδα ξένος.


Σπίτια άφησα ανάμεσα,
Στα δάση και τις ποταμάκρες,
Πηγάδια μαρμαρόχτιστα,
Νερό σαν το δάκρυ.

Επωδός


Και τώρα εγώ εδώ διψώ,
Νερό να πιω δεν έχω,
Ντρέπομαι να ζητήσω,
Τα χείλια μου να βρέξω.


Επωδός




σχολιασμός του τραγουδιου:

Το τραγούδι “Πατρίδα μ’ αραεύω σε” είναι ένα παραδοσιακό ποντιακό κομμάτι το οποίο αναφέρεται στα όρια της ξενιτιάς και της πατρίδας. Μέσα από αυτό ο άνθρωπος που τραγουδάκι περιγράφει την περιπετειώδη και γεμάτη δυσκολίες ζωή του. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις έννοιες της ξενιτιάς, της πατρίδας, του ξένου και του πρόσφυγα, κατανοώντας ότι όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με μια σχέση αλληλεπίδρασης και ότι τα χωρίζει μόλις ελάχιστη απόσταση το ένα από το άλλο.
Το γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι είναι η περιοχή του Πόντου (τόπος απ’ όπου ξεκίνησαν πρόσφυγες) και της Ελλάδας (τόπος – κοινωνία υποδοχής), ενώ το ιστορικό, χρονικό ξεκινάει από το 1916, όταν άρχισε η Γενοκτονία των Ποντίων, ως το 1926 οπότε και έφυγε και ο τελευταίος Έλληνας – Πόντιος κάτοικος από την περιοχή του Ευξείνου Πόντου.

Το κομμάτι αυτό έχει γραφτεί αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή, όμως καυτηριάζει αυτά που συμβαίνουν μετά από το πέρασμα τόσων ετών. Ότι συνέβαινε τότε (τα χρόνια του Διωγμού), συμβαίνει και τώρα και αυτό το αισθάνεται ο πρόσφυγας – αφηγητής, τραγουδιστής και το αναφέρει μέσα στο τραγούδι του.
Είναι μια διαχρονική κατάσταση την οποία νοιώθουν οι πρόσφυγες από τον Πόντο, οι Έλληνες Ακρίτες του Πόντου.

Το τραγούδι ξεκινάει με μια ανάδρομη στο παρελθόν. Στην πρώτη στροφή ο πρόσφυγας (που τραγουδάει) επαναφέρει στην μνήμη του τις συχνές μετακινήσεις που υπέστη λόγω της Γενοκτονίας των Ποντίων από τους Νεότουρκους και των συχνών μετακινήσεων που χρειάστηκε να κάνει. Λέει χαρακτηριστικά ότι εγκατέλειψε πέντε σπίτια (πέντε οσπίτεα έχτισα, κι ας όλα ξεσπιτούμε…) εννοώντας ίσως τις περιοχές στις οποίες αναγκάστηκε να μετακινηθεί ο άμαχος πληθυσμός κατά την διάρκεια του Διωγμού, αλλά ίσως και να αναφέρεται στην περιουσία που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του, μιας και όπως γνωρίζουμε οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι των εκεί περιοχών ήταν εύποροι. Όλες αυτές τις περιπέτειες τις έζησε από πολύ μικρή ηλικία, εκεί μας παραπέμπει και η αναφορά που γίνεται στην βρεφική κούνια στον 3ο στίχο. Σ΄ όλη του την ζωή είναι πρόσφυγας και έχει φτάσει σε σημείο απελπισίας, γι’ αυτό και επικαλείται την βοήθεια του Θεού για σωτηρία (Θεέμ’ θα παλαλούμε…).

Στην έπωδο (ρεφραίν) παρατηρούμε πως αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια, εντούτοις συνεχίζει να αναπολεί και να αναζητά την “πατρίδα” του.
“Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος” στο νόημα αυτών των δυο στίχων περικλείεται μια μεγάλη αλήθεια για τους μετανάστες γενικώς. Όταν ένας άνθρωπος μεταναστεύει από την χωρά του σε μια ξένη, αντιμετωπίζεται με εχθρότητα και αν όχι με εχθρότητα απλά με αδιαφορία από τις τοπικές κοινωνίες υποδοχής. Από την άλλη, όταν επιστρέφει στην πατρίδα του, οι ομογενείς του προσάπτουν το προσωνύμιο της χώρας που τον είχε φιλοξενήσει, αμφισβητώντας την εθνικότητα του. Το ίδιο συνέβη, και συμβαίνει αρκετές φόρες και σήμερα, με τους Έλληνες πρόσφυγες του Πόντου όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Οι γηγενείς πληθυσμοί τους συμπεριφέρθηκαν με όχι και τόσο καλό τρόπο και πολλές φορές αμφισβητούσαν την εθνικότητα τους, την ελληνική εθνική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που ήταν η αιτία για να εξοριστεί ένας ολόκληρος λαός από τις πατρογονικές εστίες. Οι Νεότουρκοι έδρασαν με εκκαθαριστικές μεθόδους εναντίον όλων των μη μουσουλμανικών εθνικοτήτων της ευρύτερης περιοχής της Μικράς Ασίας, μέσα σε αυτούς ήταν και οι Πόντιοι, που εκδιώχτηκαν επειδή, ακριβώς, ήταν Έλληνες. Και στην Ελλάδα όπου κατέφυγαν τους αντιμετώπιζαν και τους έβλεπαν ως Τούρκους (γνωστά τα κοσμητικά επίθετα τουρκόσποροι, τουρκαλάδες και αλλά).

2η στροφή, συνεχίζεται η αναδρομή και το ποιητικό εγώ (ο πρωταγωνιστής) κάνει λόγο για το φυσικό κάλλος της περιοχής του Πόντου και ακόμη μια φορά για την περιουσία που άφησε πίσω του. Οι δασικές εκτάσεις και οι εύφορες περιοχές της πατρίδας του που περιγράφει φαντάζουν γι’ αυτόν ως ένας επίγειος παράδεισος. Έπειτα, παρομοιάζει το νερό με τα δάκρυα (νερόν άμον το δάκρυν). Διττή η σημαίνουσα σημασία αυτού του σχήματος λογού. Αφενός, με αυτό εννοεί ότι το νερό στα πηγάδια των σπιτιών εκεί ήταν πεντακάθαρο, αφετέρου μπορεί να συμβολίζει τα δάκρυα που χυθήκαν από τους πρόσφυγες όταν εγκαταλείψαν τα πάτρια εδάφη τους. Απ΄ όλα αυτά γίνεται εύκολα κατανοητή η μεγάλη αγάπη των Ποντίων για την πατρίδα τους. Στην στροφή αυτή είναι που τελειώνει και η αναδρομή που ξεκίνησε στην 1η.

Στην τρίτη στροφή επιστρέφουμε στο παρόν. Δίνονται παραστατικά οι άθλιες συνθήκες επιβίωσης αρχικά και διαβίωσης έπειτα στον τόπο υποδοχής. Η δίψα που επισημαίνεται στον παρακάτω στίχο ατώρα αδακές διψώ… υποδηλώνει την ανεπαρκή κάλυψη των βιολογικών αναγκών των προσφύγων και την μη επαρκή υποδομή του κρατικού μηχανισμού στα πρώτα χρόνια της νέας τους ζωής μετά την Καταστροφή. Ιδιαίτερα δύσκολες οι καταστάσεις στην “νέα πατρίδα” η οποία παίρνει την μορφή της κόλασης στα μάτια των προσφύγων. Χαρακτηριστική οι εικόνα που μας έρχεται στο μυαλό μόλις διαβάσουμε την στροφή αυτή. Η εικόνα της κόλασης όπου δεν υπάρχει νερό και οι ψυχές καίγονται. “νερό να πιω δεν έχω, ντρέπομαι να ζητήσω” (νερόν να πίνω κ’ έχω, εντρέπουμε να ψαλαφώ τα χειλόπαμ’ να βρέχω…) αυτά τα λόγια μπορεί να ερμηνευτούν με δυο τρόπους. Από τη μια πλευρά, οι πρόσφυγες ντρέπονταν να ζητήσουν ακόμα και νερό μιας και ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι. Επαιτεία το θεωρούσαν (ίσως) το να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό, και μόνο ζητιάνοι δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Από την άλλη, υπάρχει και η πιθανότητα να ντρέπονταν για τους υπαιτίους (για τις κυβερνήσεις) που τους έφεραν στην κατάσταση αυτή ή και για τις κοινωνίες τις τοπικές που η αποκατάσταση των προσφύγων ήταν υποχρέωση τους. Η συμπεριφορά των γηγενών πληθυσμών ήταν άσχημη πολλές φορές προς τους πρόσφυγες. Όμως και εκείνοι ήταν Έλληνες και δικαιούνταν μια καλύτερη αντιμετώπιση.



Γενικά το τραγούδι διακατέχεται από ένα αίσθημα νοσταλγίας, αναζήτησης και πόνου για τις χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες στην περιοχή του Πόντου και γενικά της Μικράς Ασίας. Οι άνθρωποι αυτοί πέρασαν πολλές δυσκολίες, έχασαν μέσα σε λίγες στιγμές πατρίδα, σπίτια, οικογένειες, φίλους, συγγενείς και ότι άλλο πολύτιμο είχαν.
Έφτασαν στην Ελλάδα κυνηγημένοι και εξαθλιωμένοι. Αντιμετωπίστηκαν από τις εδώ κοινωνίες ως κάτι το ξένο κι όμως, μετά από τις φτώχιες, τις κακοτοπιές κατάφεραν με πολύ κόπο και πείσμα να μεγαλουργήσουν και πάλι. Σήμερα ο προσφυγικός ελληνισμός του Πόντου έχει ενταχτεί πλήρως στην νέα πατρίδα την Ελλάδα, που στην ουσία δεν είναι νέα καθώς την χαρακτηρίζουν Πατρίδαν τη Πατρίδας ίμουν δηλαδή η πατρίδα της πατρίδας μας.
Παρ’ όλα αυτά ο μεγάλος καημός των Ποντίων παραμένει η Πατρίδα, ο Πόντος.

11 Νοεμβρίου 2008

Τα Μωμο(γ)έρια

Το έθιμο των Μωμόγερων, , λαϊκό στη βάση του, περιλαμβάνει μεταμφιέσεις και δρώμενα και αποτελεί την πιο ζωντανή έκφραση της ποντιακής ψυχής, την πιο λαμπερή προβολή της φυσιογνωμίας του ποντιακού λαού. Το δρώμενο, που έχει τις ρίζες του στις προαιώνιες λατρευτικές τελετουργίες, έχει μακρόχρονη ιστορία αφού αναβίωσε απ 'τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων και από τότε μέχρι σήμερα ξεδιπλώνεται κάθε χρόνο την περίοδο του δωδεκαημέρου. Συγκεκριμένα την Παραμονή των Χριστουγέννων, στα χωριά όπου υπάρχουν πρόσφυγες του Πόντου άνδρες μεταμφιέζονται και γίνονται Μωμόγεροι. Οι μεταμφιεσμένοι φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.λ.π.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και υποδύονται διάφορους ρόλους συμμετέχοντας στο ειδικό αυτό θεατρικό είδος που διακωμωδεί και στηλιτεύει καταστάσεις προκαλώντας γέλιο, ευφορία και συγκίνηση.

From: Promitheas2000

9 Μαρτίου 2008

στίχοι ποντιακών τραγουδιών no.5

Σο παρχαρι κι παγω

Σο παρχαρι κι παγω
Άλλο κι παρχαρευω, ούι αμαν

Θεια μερ’ εν τω κορτσοπος
Άλλο κι μασκαρευω, ούι αμαν

Τ’ εμερα τα κοσαρεα
Σην φωλεα κι οβαζνε, ούι αμαν

Τ’ εμορφα τα κορτσοπα
Εγκαλεα κι χορταζνε, ούι αμαν


Ασο προσωπομ’ εχαθεν

Ασο προσωπομ’ εχαθεν
Ολεν το χαμογελον
Τ’ αψιμο ντο καιει το ψοπομ’
Κι σβηνε ατο το νερο

Ερρωστεσεν η καρδιαμ’
Και η ψυμ’ εντον γερα
Χαρε ελα επαρ το ψοπομ’
Ντο σ’εμεν νεφιλιαρ

Θεεμ’ για αλαξον την τυχημ’
Για επαρμε ας γλυτωνω
Χρονεα εγω την ψυμ’ κλαινιζω
Και μετα τον πολεμο

Χαρε οντες θα περτς το ψοπομ’
Ζυασονα ισαν ισαν
Ντερτλην και πονεμενον εν
Τερ’ και μη βασανισα

Τον Θεο παρακαλω

Γουρπαν ψυμ’ να εινουμε
Ατου σ’εσαν τ’ οματεα
Σ’ατα τιδεν κι ταγιανευ
Ολεα ηνταν κομματεα

Έι, τον Θεο παρακαλω
Και τον Χριστο δοξαζω
Να βρικοσαι μαναχον
Φιλω, φιλω χορταζω

Ελα ψυμ’ και φερομαι
Τη σεβντας το βοτανι
Να λαρωνω την καρδεαμ’
Ντ’ εποικες περισαν’

Έι, τον Θεο παρακαλω…

Ντο να φταγω την παραν

Ντα να φταγω την παραν
Εγω εχω την χαρα
Τη χαραμ’, το στερνοκλαδιμ’,
Το κρασιμ’ και το ελαδιμ’

Ντο να φταγω τον ηλιον
Εχω το γιαβρι τεμον
Με τον φεγγον θα δουλευω
Και ατο θα γαλασευω

Θα λεγατο κατ’ ελα
Κι αμον την γα’ι’τεν κοφτα
Κατ’ αγνα σην ψυμ’ εσεβεν
Και ο νουσιμ’ επιδευεν

Ελα αρνιμ’ ασα μακρα

Ελα αρνιμ’ ασα μακρα
Ελα λεγοσε
Λασκουμε σα ερημιας
Κι αραευω σε

Ελα αρνιμ’ ασα μακρα
Να λελεβωσε
Καθουμε σα ερημιας
Κι αναμενω σε

Τα στρατας πολλα μακρα
Εμενα να λει
Πολλα η αροθυμιας
Σην ψυμ’ εν βαρυ

Ειμαι ένας τραγοδενος

Ειμαι ένας τραγοδενος
Τραγωδω και συριζω
Τ’ εμορφα τα κορτσοπα
Εγω χαρεντεριζω,

Τραγωδω την εγαπην
Για τον Ποντο τραγωδω
Τραγωδω για τον Ποντον
Και για τον ξεριζωμον

Τη λυρας το τοξαρι
Τη γαβαλ το συριμαν
Καθ’ έναν παλικαριν
Χορευ την τραγωδιαμ’


Ως το στομαμ’ η ψυμ’ ερθεν
(μοιρολόι)

Ως το στομαμ’ η ψυμ’ ερθεν
Γιατρικον σ’ εμεν κι εβρεθεν
Τ’ οματοπαμ’ σκοτινευναι
Αρχινουν κι άλλο κι εβλεπεν
Μανα τ’ οματεας κι αν κλαιγνε
Εμεν οπις κι φερνε

Μανιτσαμ’ κρατ΄την καρδιας
Εις και τ’ αλλα τα παιδιας
Αετς ετονε γραμμενον
Εισεμε σημαδεμενον
ασην ωρα ντ’ εγεννεθα
Και σον κοσμον εγω ερθα

Κοτσά Αναστάς

Άμον τον κοτζά Αναστάς κι θα ελέπς όθεν κι αν πας
έτονε σταυραετός των προσφύγων ο Θεός
σ'έναν χέρ είχεν σταυρόν και σο άλλο το κανόν

Ατός έτον λεοντάρ τη Πάφρας το παλλικάρ
τον Πόντον απές σην ψύν είχεν σην ταραμονήν
έτον για να γουρταρεύ άμαχους να προστατεύ

Την πατριδαν ατ’ που χαν’ ες αγιατρευτον γεραν
Με τα δοντεας να κρατεις τα χωραφεας και την γης
Την σημαιαν κρατ’ σο χερ και σο άλλο το μαχαιρ’
Λογια τη Κοτσα Αναστας να θυμασε οθεν πας

5 Μαρτίου 2008

Αφιέρωση

Αν είστε άτομο που στενοχωριέται εύκολα και τον παίρνει αμέσως από κάτω μην συνεχίσετε παρακάτω………




Η σελίδα αυτή περιέχει τρία από τα αγαπημένα μου μοιρολόγια.
Τα αφιερώνω στην μνήμη του θειου μου Λάζαρου Παπαδόπουλου που έφυγε από κοντά μας τον Ιανουάριο του 2007.

...ως το στόμαμ' η ψυμ' έρθεν
γιατρικόν σ' εμεν κι εβρέθεν...
...αέτς έτονε γραμμένον, εισε με σημαδεμένον
ασην ώρα ντ' εγεννέθα
και σον κόσμον εγώ έρθα...

Καρδίας παραπονέματα

Αλ. Παρχαρίδης

Και εγω καναν κι εδίωξα
Και καναν κι εχολοπότσα
Και κανενος χατιρ κι εχαλασα
Καναν εγω κι εκλαίντσα

Εμεν πολλοι εδιωξαν
Και πολλοι εχολοποτσανε με
Χατιρ κανεις κι εποικε με
Εμεν πολλοι εκλαιντσαν

Και εμεν τουσμαν κι εκλαιντσανε
Τουσμαν σον κοσμον κι εχω
Και εμεν οι φιλ’ εκλαιντσανε
Ο Θεον να κλενιζ’ ατς
(δείτε το βίντεο)

Για πέι με..


Στ. Σαββίδης

Αποψ ειδα έναν ορομαν
Απες σα χαμομιλα
Εκεισνε αρνιμ’ και φιλνα σε
Σ’ οματεα και σα χειλεα

Για πέι με τι, χριστιαναρ’
Σον τοπος ντο θ’ αφηνω,
Σε σον ψοπομ’ την εορτην
Τρανταφυλλον ή κρινον

Καλον κι ετον τ’ ορομαν
Εντουναν τα καμπανας
Αξυριγον το κυρτσιγαρ
Σα μαυρα απες η μανας

Για πέι με…..

Ολιγον ετον η χαρας
Τη σιμογκου λιακαδα
Το χωμα νοστιμευκεται
Τεσον την εμορφαδα

Για πέι με……

Ολιγον ετον η χαρας, τη σιμογκου λιακαδα,
Το χωμα νοστιμευκεται τεσον την εμορφαδα,
Μοιρολογο καθαν βραδυν, μαον εκειν την κισσα,
Εσυ ντ’ εραευες αρνιμ’ αυκα σα κυπαρισεα

Για πέι με………


Φωταξον ηλεν, φωταξον

Φωταξον ηλεν, φωταξον
Ας λειουνταν τα χιονεα

Ας ερχουν σο ταφοπομ’
Και μοιρολογουν τ’ αηδονεα

Και εσεις αστροπα τ’ ουρανου
Και φωταξτεν σην σκοτιαν

Και βαθην εποικαν το ταφημ’
Και απες σην υγρασιαν




Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ……..

29 Φεβρουαρίου 2008

Στίχοι ποντιακών τραγουδιών no.4

Ο καημένον ο σπουργίτης

Σο καλυβις ολοερα
Συριζω τραγοδωσε
Αμον ανοιξισνο πουλιν
Παντα θα κελαηδόσε

Ο καημενον ο σπουργιτης
Παντα λασκετε αλητης
Ποσα φορας εμονασες
Εμεν πουλιμ’ σο σπιτις

Και πολλα εχω να λεγοσε
Σα χειλιαμ’ ειν’ γραμμενα
Θα αρχεινω και λεγατα
Αρνιμ’ απ’ έναν έναν

Ο καημενον ο σπουργιτης…

Αν ειχες σκαλα ουρανεν

Ασκεμα χρονια ερθανε
Ανθρωπ’ ντο θα εφτανε
Ζωη κι επεμνε αλλ’ αδα
Κι εμεις ολ που θα παμε

Αν ειχες σκαλα ουρανεν
Σην γη να εκατηβαινε
Οι εφτωχοι θα ερχουσαν
Αδα ζωη κι επεμνεν

Τη σημερνον την εποχην
Νερον να πιντς νουνισα
Και το κοριτς ντο αγαπας
Φογασε να φιλησα

Αν ειχες σκαλα…

Εμεν και σεν πι θα χωριζ’

Εμεν και σεν πι θα χωριζ’
Ακομαν κι εγενεθεν, γιαρ

Εχ, και ους να θ’ επινασε τεμον
Το ψοπομ’ ετελεθεν, γιαρ

Ελα οξοκα ας βλεποσε
Αρ’ εμπα απες και κλειδα

Και αν ερωτασε η μανιτσας
Πε’ι’ ατεν καναν κ’ ειδα

Το σπιτιμ’ και το σπιτοπος
Να εσαν γιαγιαναι, γιαρ

Και εμεν κι θα τυρανιζες
Αρ’ ατοσον πολλανι, γιαρ

Πατριδαμ’ τ’ ορμανοπα σου

Πατριδαμ’ τ’ ορμανοπα σου
Τ’ εμορφα τα ρασιας, γιαρ

Κ’ επορεσα να ελεπατα
Και τρώιμε αροθυμιαν, γιαρ

Τα εμορφα τα τοπεα μουν
Με τα νερα τα κρυα, γιαρ

Σα παρχαρεα και σ’ ορμανια
Κελάηδουν τα πουλοπα, γιαρ

Αραευνε την κεμεντζε
Να λρνε τραγουδοπα, γιαρ

Κιλκίς πατριδαν εχοσε

Ασην εγκαλιας εφυγα
Σε αλλον πολιτειαν
Κιλκίς πατριδαν εχοσε
Σην ψυμ’ και σην καρδιαμ’

Αχ εφταγω για τεσενα
Το βα’ι’ εν για τ’εμενα
Και για τεσεν πουλοπομ’
Πονει το τσικαροπομ’
Και για τεσεν πουλοπομ’
Εκαεν, το καρδοπομ’

Οσο μακρας κι αν καθουμε
Εσν παντα νουνιζω
Κιλκίς πατριδαν εχοσε
Θυμουμε και δακρύζω

Αχ εφταγω για …..


Τ’ εννεα τη χορτοθερ’

Τ’ εννεα τη χορτοθερ
Εκλαψαν ουλ τεμετερ
Ο χαρον εσεγκεν νισαν
Και επερε τον πασαμ’

Εικοσ’ μηνας εμπροστα
Γαριατ’ πα πεθανε
Α σι δις πα σα καντιλας
Τε λαδεα τελεθανε

Πονεις για τον θανατον
Τη μανας και τη κυρους
Τσατιμ’ κι συρκεται
Ο πονο τι αδερφου


Το γιατρικον

Το κρασι σι ψυς τον πονον
Γιατρικον, γιατρικον
Πιντσα κι ανασπαλτς τα πονεας
Τα ντερτεας λαρων γιαβριμ’
Ελα απανιμ’ ελα
Χορεψο σο γιανιμ’
Εισαι το βοτανιμ’
Χτισω την καρδιαμ’
Μιαν κι άλλο μιαν.

Όταν ρχουμε σα κεφια
Τραγουδω, τραγουδω
Τρωγω, πινω και μεθυνω
Κι απ’ εκει πουλοπμ’
Ελα απανομ’ ελα
Χορεψω σο γιαννιμ’
Εισαι το βοτανιμ’
Χτισω την καρδιαμ’
Μιαν κι άλλο μιαν

Οσα ερθουν κι οσα πανε
Μη νουνις, μη νουνις
Πεισω ντο σειρ’ η καρδιας
Και απ’ εκει πουλοπομ’
Ελα απανιμ’ ελα
Χορεψω σο γιανιμ’
εισαι το βοτανιμ’
Χτισω την καρδιαμ’
Μιαν κι άλλο μιαν.


Τα καημους τη ξενιτειας

Τα καημους τη ξενιτειας
Εφαγαν την ψυμ’
Χωρις μαναν, κυρ κι αδερφεα
Ερημον πουλιν

Τα νεοτηταμ’ σα ξενα
Πως εδεβανε
Πριν την ωραν τα μαλλιαμ’
Ασπρα εντανε

Τα ξενα κατταραμενα
Μιαν κι γελας
Νεος φευς ασην πατριδαν
Γερος οπις πας

ένα τραγούδι με νόημα

Αυτό το τραγούδι είναι αφιερωμένο σε όλη την ποντιακή νεολαία
Είναι από το cd του Σταύρου Σαββίδη με τίτλο "Η ΑΓΑΠ' ΠΑΤΡΙΔΑΝ ΚΙ ΕΣ'’



Θα διγω έναν συμβουλην σε σας ποντιοπουλεα,
Σε σας ποντιοπουλεα,
Αφηστε τα ξενοφερτα τα παλαλα τραγουδεα,
Τα παλαλα τραγουδεα.

Οπου ακουτε κεμεντζε
Ενταμαν ουλ να πατε,
Κρατεστε την παραδοση,
Ο Ποντο να μη χατε.

Τιδεν κι θα κερδενετε, ατα χωρις αξιαν,
Ατα χωρις αξιαν
Αναλατα τα λογια τουν, ολια χωρις ουσιαν
Ολια χωρις ουσιαν

Οπου ακουτε κεμεντζε……

Οποιος κι εχς παραδοση, ομοιαζ’ αποθαμενοε,
Ομοιαζ’ αποθαμενος
Τα ριζας ατ πι κι αραευ, ανθρωπος εν χαμενος
Ανθρωπος εν χαμενος

Οπου ακουτε κεμεντζε….

Αθανατον παραδοση, εχομε εμεις παιδια,
Εχομε εμεις παιδια
Η καλατσιν και ο χορον, τραγουδεα κ’ ιστορια
Τραγουδεα κ’ ιστορια

Οπου ακουτε κεμεντζε….


Απόδοση στην νέα ελληνικη:

Θα δωσω μια συμβουλη σε σας ποντιόπουλα
Αφηστε τα ξενοφερτα τα τρελα τραγουδια

Οπου ακουτε λυρα ολοι μαζι να πατε
Κρατηστε την παραδοση ο Ποντος να μην χαθει

Τιποτα δε θα κερδισετε, αυτά είναι χωρις αξια
Αναλατα τα λογια τους όλα χωρις ουσια

Οπου ακουτε λυρα….

Οποιος δεν εχει παραδοση μοιαζει με πεθαμενο
Τις ριζες του που δεν ψαχνει, ανθρωπος είναι χαμενος

Οπου ακουτε λυρα…

Αθανατη παραδοση εχουμε εμεις παιδια
Η ομιλια και ο χορος, τραγουδια και ιστορια

Οπου ακουτε λυρα….

9 Φεβρουαρίου 2008

στίχοι ποντιακών τραγουδιών no.3

Έταιρον κι η Λυγερή
Έταιρον κι η Λυγερή παν' όλεν τον ποταμόν. Έταιρον επέρνιξεν και η κορ' 'κ' επόρεσεν. - Πέρνιξο με, Έταιρε, το τσιαρκούλι μ' δίγω σε. - Νια περνίν περνίζω σε, νια τσιαρκούλιν παίρω σε. - Πέρνιξο με, Έταιρε, το ζωνάρι μ' δίγω σε. - Το ζωνάρ' ς τ' εσόν ας εν, άλλο τάγμαν τάξο με. - Πέρνιξο με, έταιρε, το βραχιόλι μ' δίγω σε. - Ντο νά φτάγω τ' άκλερον, τ' άψιμον να καίει ατό. Άλλο τάγμαν τάξο με κι εγώ 'σεν περνίζω σε. - Ασήν ψη μ' κι ανέτερα, τ' άλλα όλια δίγω σε. Ασό χέρ' επέρπαξεν κι ατέν πέραν έσυρεν. - Δος με, κόρη, ντ' έταξες, την φιλιάν ντ' ετάγαμε. - Έμπρια μουν λιβάδια είν', πάγω εκεί και δίγω σε. - Έρθαμε κι εξέρθαμε κι εξεκαμπανίσταμε. Δος με, κόρη, ντ' έταξες, την φιλιάν ντ' ετάγαμε. Τ' έμπρια μουν κοιλάδα ειν', πάγω εκεί και γίγω σε κι εκεί πέραν κώμια ειν', πάγω εκεί και δίγω σε. - Έρθαμε κι εξέρθαμε κι εξεκαμπανίσταμε, αρ δος, κόρη, ντ' έταξες και ντ' εσυνετάγαμε. - Διέξ 'τ ατόν τη σκυλ' τον γιον, εγώ δεν 'κι διγ' άτον!...


Εσύ είσαι μάνα μ' ντο λαρώντς
Εσύ είσαι μάνα μ' ντο λαρώντς
τη ψύσι'μ' τα γεράδες
και ατά ντο κι λαρούντανε
ούτε με τα παράδες.

Και τεμόν το ντέρτ' εν'
και τεσόν όντες βογγώ
πονίζ' με και αν ψαλαφώ σε
και την ψυ σ' εκείνον πα θα δίς με.

Σιμά σο αχ σιμά σο βαχ
τ' όνεμα σ' πάντα θέκω
όντες θα ρούζω σο κρεβάτ'
εσέν σιμά μ' θα ελέπω.

Επλώθεν απές σο τσαΐρ'
Επλώθεν απές σο τσαΐρ
ερούξεν και κοιμάται
έσυρεν το τσούλ' σο ποτάμ'
ντηδέν πα κι φοάται.

Εσέβεν σ' εγκαλιόπον μου
κρεμάεν ασήν γούλα μ'
τα απάν'ατς όλιον έκαιεν
άψιμον με το βρούλαν.

Ο πρόσωπος αγγελικόν
το ματόπα τς φωτάζνε
ασά σειλιόπα τσ' στάζ' το μέλ'
φιλώ και εμέν χορτάζνε.

Τ' αρνί μ' ελιγοθύμεσεν
σην εγκάλια μ' ερούξεν
αρ' μη κατηγοράτ' ατό
τσελκέικον εν κε εγρίξεν.

Να αλί εμέν να αλί κι ατέν
να αλί τη δυς εντάμαν
τα αμαρτίας εμουν πολλάν
κι σούμες μ' έναν τάμαν.


Παρχάρ'

Χάιτε ας πάμε σο παρχάρ'
με τ' εμέν το παλληκάρ'
τ' αλογόπο μ' γολγονίζ'
η κεμεντζέ μ' κωδωνίζ'.
Εγώ είμαι λυριτζής
ποδεδίζω την κουτσή σ'
έλα δώσατεν εμέν θεία μ'
λελεύω την ψυ σ'.
Εγώ είμαι σεβνταλής
κουίζω σε και κι λαλείς
εντώκα απάν σ' ωμί σ'
ωράσον πας εγκαλείς.
Βέχω, βέχω, ξεροβέχω
σην σεβντάν απ' οπίσ' τρέχω
η αρρώστεια σ' θα τρώει με
εγώ θαρρώ τηδέν κι έχω.
Έλα ποδεδίζω σε,πουλί μ',
τρώω το Θεό σ'
έλα τηδέν κι επέμνεν
την εγάπη σ' γιαβρί μ' δος.

Χαλάι

Άγγελος με τα φτερά
και με το σταυρόν σο χερ'
έρθεν και εμέντζεν μας
με τ’ άγριον το χαπέρ’
Θα παίρομε την οδόν
ο Θεόν ντο θα φωτίζ’
κάποτε να κλώσκουμες
το μένεμαν ατ’ ορίζ’
Βάι εμάς, αηλί εμάς
που επεκατήβαμε
αΐκον τρανόν κακόν
άλλον πουθέν’ κ’ είδαμε.

Χαψία

Χαψία εξέβαν ‘ς σο γιαλόν,
χοντρά τ’ ευλογημένατα
παπόρια εχ’κ’ έρχουνταν,
ζίπα ζίπα φορτωμένα
Χαψία - χαψία, φατέστεν σκυλ’ παιδία
και ντ’ έμορφα μαειρεύει ατά η θεία μ’ η Ευδοξία.
Χαψία βάλον ‘ς σο πλακίν,
εσέν λέγω Ηλίαστάξον
κι ολίγον λάδοπον,
ας γίν’ταν μερακλία
Χαψία - χαψία, φατέστεν σκυλ’ παιδία
και ντ’ έμορφα μαειρεύει ατά η θεία μ’ η Ευδοξία.
Τραπεζουνταίοι, Κερασουνταίοι,
όλ’ παίρ’νε τηγανίζ’νε
τ’ εμέτερον οι Σουρμενίτ’,
με τα πατμάνια αλίζνε


Ώσπου θα εν ο θάνατον

Ώσπου θα εν ο θάνατον
ώσπου θα εν ο χάρον
κανείς κι κλώσκεται και λέει
εγώ κι θα αποθάνω.
Κόρ’ έπαρ’ ασό σάβανο
κορδέλα σα μαλλία σ’
και όντες θα κορδελιάσ’ ατά
να κλαις από καρδίας.
Αν αποθάνω θάψτε με
σύρτε απάν-ι-μ χώμα
αφήστε με παράθυρον
να ελέπω την τρυγώνα μ’.
Ανάθεμα και το ρακίν
ασ’ όλιον το καλλίον
εκατό δράμια είν’ πολλά
η μσόν οκάν ολί(γ)ον.

Σουμέλα λεν την Παναγιά
Σουμέλα λεν’ την Παναγιά
Σουμέλα λεν’ και σέναν
Θα προσκυνώ την παναγιά
Κι έρχουμαι με τ’εσέναν.
Εγώ μικρός προσκυνητής
Πήγα σην Παναΐαν
Και σα τρία τα χρόνια απάν’
Επήγα άλλον μίαν.
Ση παναΐας το ποτάμ’
Τρία μήνας ελάστα
Επέμνα οξυπόλυτος
Τα τσαρούσα μ’ εγράσταν.
Εγώ ποντιοπούλ’ είμαι
Ματώνω κι ματούμαι
Ση Σουμελά την Παναγιά
Εκεί θα στεφανούμαι.

Η λεμονα
Σητια επενα ομαλια ομαλια (δις)
Σητια επενα ομαλια ομαλια
Ειδα ορμανια και ληβαδα
Ειδα ορμανια και ληβαδα (δις)
Ειδα ορμανια και ληβαδα
Και σην μεσην τρες πεγαδι
Και ση πεγαδι την ακραν (δις)
Και ση πεγαδι την ακραν
Εστεκεν δεντρον και μεγαν
Εστεκεν δεντρον και μεγαν (δις)
Εστεκεν δεντρον και μεγαν
Τα νεραντζια φορτωμένα
Επλωσα να περω εναν (δις)
Επλωσα να περω εναν
Εχολιαστεν η λεμονα
Ντο χολιασκεσε λεμονα (δις)
Ντο χολιασκεσε λεμονα
Πασκ' ετσακωσα κλαδοπον;
Πασκ' εστακωσα κλαδοπον (δις)
Αν ετσακωσα κλαδοπον
Να τσακουτε το σεροπομ
Κιαν εμαρανα φιλοπον (δις)
Κιαν εμαρανα φιλοπον
Να μαρενετε το ψοπομ'


Επίκες το Καρδόπο μου


Επίκες το καρδόπο μου
επίκες το καρδόπο μου
και άμον έναν κερόπον

Στην ψυμ φωτίαν έσυρες πουλόπομ έσυρες
και λύεται το γιαυρόπο'μ
Κλοστ το μαχαίρ σην καρδίαμ πούλιμ σην καρδίαμ'
και έπαρ όλεν το αίμα

Η σεβντά ντ'έχω για τέσεν πουλόπομ για τεσέν και πούλιμ έβγαλτσα ψέμα


ΤΙΓΚΙΛ ΤΙΓΚΙΛ ΤΑ ΓΟΛΓΟΝΙΑ

Τίγκιλ, τίγκιλ, τα γολγόνια
κρούγ' νε σ' αλογόπο μου
παίρ' τη στράταν τ' εξερμένον
ντο πάει για τ' αρνόπο μου.

Κρύφκουμε κ' ελέπνε με
τ' όνεμεμ αηδόνιν εν'
η λαλία μ' εν γλυκίν
η καρδία μ' καρβόνιν εν'.

Έλα πουλί μ' λέγω σε
ρίζα μ' ποδεδίζωσε
θ' έχω σ'απέσ' σα τσιτσάκια
θα χαρεντερίζω σε.

Έμορφα είν τα κορτσόπα
ντ' έχ' τ'εμόν η πεθερά
άμον άνοιξης τσιτσάκια
ντο κρατούν σα κλαδόπα


Σο Παρακάθ και Μουχαπέτ


Σο παρακαθ και μουχαπετ καθα βραδον παρεας
η λυρα παιζ και φαγοποτ με κρομιδ και ελεας

Παρακαθια μουχαπετια και ενα τσιζιν σα τερτια
παρακαθια και σεβνταδες να λαρουνταν τα γεραδες

Σ'ενα γωνια παληκαρ κορη τερη σο ματια
ονειρα και να σπιτικο ντο θα εφταει τα παλατια

Παρακαθια μουχαπετια και ενα τσιζιν σα τερτια
παρακαθια και σεβνταδες να λαρουνταν τα γεραδες

Σο παρακαθ ουλ εναν ειν οι τουσμαν πα υέυνε
πινε ρακυν και αδερφομεν και γιαν γιαν να χορευνε

Παρακαθια μουχαπετια και ενα τσιζιν σα τερτια
παρακαθια και σεβνταδες να λαρουνταν τα γεραδες


Η ΜΑΝΑΝ ΕΝ ΘΕΟΣ



Λόγια κι θα ευρίουνταν τη μάνα να υμνούνε
όσοι μανάδες μοναχόν την μάνα εγρυκούνε

Η μάνα εν Θεός
η μάνα Παναγία
Άμον τη μάνας την εγάπ κι ευρίεται άλλον μία

Η μάνα πρωτού να γεννά πονεί για το παιδίν'ατς
και ους να φέραι ση ζωή πολεμά με την ψην'ατς
Η μάνα εν Θεός...

Φαϊ σο νουνα'τς ξάϊ κι κρούει νε διξά νε νυστάζει
Αν το παιδίν'ατς κατ παθάν το αίμαν'ατς λιφτάζει
Η μάνα εν Θεος...

Τι παιδί το χαμόγελο εν η χαρά τη μάνας
Ρουζ απές σο παράδεισο όντας γομόν τα πάνας
Η μάνα εν Θεος...


ΑΚΡΙΤΑΣ ΟΝΤΕΣ ΕΛΑΜΝΕΝ


Ακρίτας όντες έλαμνεν,σην παραποταμέαν.
Επέγνεν κι έρτον κι έλαμνεν,την ώρα πέντ' αυλάκια.
Επέγνεν κι έρτον κι έσπερνεν,εννέα κότια σπόρον.
Έρθεν πουλίν κι εκόνεψεν,ση ζυγονί την άκρα.
Σκούται και καλοκάθεται,ση ζυγονί την μέσεν.
- Οπίσ' πουλίν, οπίσ πουλίν,μη τρως την βουκεντρέαν.
Και το πουλίν κελάηδεσεν,σαν ανθρωπί' λαλίαν.
- Ακρίτα μου, ντο κάθεσαι,ντο στέκεις και περμένεις;
Το ένοικο σ' εχάλασαν,και την καλή σ' επαίραν.
Τ' όλον καλλίον τ' άλογο σ',στρώνε και καβαλκεύνε.
Και τ' άλλα τα καθέτερα,στέκνε και χλιμιντρίζνε.

ΕΝΑΝ ΑΣΤΡΕΝ ΕΞΕΒΕΝ


Έναν άστρεν εξέβεν
σην Ανατολήν
άλλ΄ έναν κι άλλο εξέβεν
σο Βαθύν τ΄ Ορμίν
άλλ΄ έναν κι άλλο εξέβεν
σο Καρά-Καπάν
κι άλλ΄ έναν κι άλλο εξέβεν
σ΄ Αρμαλού το Χάν, γιάρ.
Σοφίτσα μ΄ έξ΄ μ΄ εβγαίνεις
και μη φαίνεσαι
ελέπνεσαι και τ΄ άστρια
και μαραίνεσαι
ελέπ΄ σε και ν΄ ο φέγγον
και δειλαίνεσαι
ελέπ΄ σε και ν΄ο ήλεν
και ηλαίνεσαι
τα παλικάρια κλαίγνε
κι αραεύνε σε.
τα παλικάρια κλαίγνε
κι αραεύνε σε.



συνεχίζεται......

7 Φεβρουαρίου 2008

στίχοι ποντιακών τραγουδιών no.2

Εσύ τεμον το ακριβον

Εσύ τεμόν το άκριβον,
εσύ τεμόν το ένα,
κι οντές νο’ί’ζω έρχεσε,
ερτέ παγών το αίμαμ’

Άνοιξη και τσιτσακιμ’
παρχαρί μανουσάκιμ’,
μαλαμα και χρυσόνι,
ένα και μαναχόνι.

Εσύ τεμόν η θάλασσα,
ντο πάν κ’ ερχουν βαπορεα,
κι αν θελτς φερνέ με την χαρά
αν θελτς φερνε με πονεα.

Άνοιξη και…

Εσύ αμάραντον τσιτσακ
μη χατεται η ευωδίας,
φοβουμαι θα ματεζνεσε
τη χώρας τα κουρφίας

Άνοιξη και…

(δείτε το βίντεο)


Πατέρα δωσ’ με την ευχησ’

Πατερα δωσ’ με την ευχησ’
από σουμας θα φέβω
έρθεν η ωρα ση ζωημ’
την τυχημ΄ν’ αραεβω

Ιέμ’ και πως ετρανυνες,
Αμον κυπαρισοπον,
Ερθεν η ωρας να παντρευς
Να φτας τεσον σπιτοπον.

Πατερα την ισκια τεσον
Εγω θα αραεβω
Σην θαλασσαν αμον παπορ
Χωρις εσεν πατευω

Αν ρου’ι’ς θα παραστεκοσε
Κι αφηνωσε να χασε,
Ο κυρ γουρπαν ειναιτε
Ιεμ’ να εθυμασε.
Πατερα εσυ εδεκες με
Τεσον τη διερμενεια
Πως θα πορευω με τα’ ανθρωπς,
Για πείμε άλλο μιαν

Δεκαρα κανενος μη τρως
Σην ψυς μη βαλτς κακιαν
Να βοηθας τ’ ανημπορους
Κακο μ’ εφτας καμιαν

Την συμβουλης πατερα μου
Αμον σταυρον σα νιαταμ’
Και τα ευχασις φυλαχτον
Για τη ζωης την στραταν.

Ο Γιάννες ο μονόγιαννες
Ο Γιάννες ο μονόγιαννες,Ο μοναχόν ο Γιάννες, Ο Γιάννες επεπίρνιξεν Και πεγάδ' επήγεν, Γαργάριξεν η μαστραπά, Εγνέφιξεν ο ρδάκον Εξέβεν ρδάκος άγγελος Και θέλ' να τρώη τον Γιάννεν.
- Καλώς καλώς το πρόγεμα μ', Καλώς το δειλινάρι μ', Καλώς το τρώγω κι αγρυπνώ.Και κείμαι και κοιμούμαι.
- Παρακαλώ σε, ρδάκε μου, Άφ'σ' με κάν πέντ' ημέρας, Πάγω 'λέπω τον κύρι μου, Έρχουμαι κ' εσύ φά' με.
- Άρ' άμε, άμε, Γιάννε μου, Άμε κι αλήγορ' έλα. Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, Ο ρδάκον εθερέθεν, Όντας τέρή το πέραγκιαν, Ο Γιάννες κατηβαίνει.
- Καλώς καλώς το πρόγεμα μ', Καλώς το δειλινάρι μ', Καλώς το τρώγω κι αγρυπνώ. Και κείμαι και κοιμούμαι.
- Άσε με, ρδάκον, άσε με, Άσε με, νε θερίον, Πάγω 'λέπω τη μάννα μου, Έρχουμαι κ' εσύ φά' με. - Αρ' άμε, άμε, Γιάννε μου, Άμε κι αλήγορ' έλα. Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, Ο ρδάκον εθερέθεν, Όντας τερή το πέραγκιαν, Ο Γιάννες κατηβαίνει.
- Καλώς καλώς το πρόγεμα μ', Καλώς το δειλινάρι μ', Καλώς το τρώγω κι αγρυπνώ. Και κείμαι και κοιμούμαι.
- Παρακαλώ σε, ρδάκε μου, Θεού παρακαλίας, Ας πάγω 'λέπω τ' ορφανά, Δατάχκουμαι την κάλη μ'.
- Αρ' άμε, άμε Γιάννε μου, Άμε κι αλήγορ' έλα.
Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, Ο ρδάκον εθερέθεν, Όντας τερή το περαγκιαν, Ο Γιάννες κατηβαίνει. Είχεν τα χέρα 'τ' πίσταυρα, Την γούλαν κρεμασμένον, Κι άλλ' οποπίσ' ο κύρις ατ' ,Φτουλίζ' γα γένα 'τ' κ' έρται, Κι άλλ' αποπίσ' η μάννα του. Καταματούται κ' ερται, 'σ όλτς αποπίσ' η κάλη του, χρυσή καβαλλαρέα, χρυσόν μήλον 'ς σο χέρ'ν ατής ,παίζει και κατηβαίνει, κατακαρδών' τον Γιάννεν ατ'σ ,και φοβερίζ' τον ρδάκον.
- Καλώς καλώς το πρόγεμα μ', Καλώς το δειλινάρι μ', Καλώς το τρώγω κι αγρυπνώ.Και κείμαι και κοιμούμαι.
- Σπαθίν κα έν' το πρόγεμά σ', Κοντάρ' το δειλινάρι σ', Φαρμάκ' να τρώς και αγρυπνάς. Και κείσαι και κοιμάσαι.
- Κόρ' απ' εμέν 'κ' εντρέπεσαι, Απ' εμέν 'κι φοβάσαι;
- Από εσέν 'κ' εντρέπομαι, Απ' εσέν 'κι φοβούμαι.
- 'Σ τον Θο σ', 'ς τον Θο σ', νε κόρασοον, τα γονικά σ' απόθεν;
- Η μάννα μ' απ' τους ουρανούς, Ο κύρη μ' απ' τα νέφα, Τ' αδέλφα μ' στράφτ'νε και βροντούν. Κ' εγώ γριλεύω ρδάκους, 'Σου πεθερού μου το τσακόν' σερέντα ρδάκων δερμα, έναν να παίρω και τ' εσόν, γίνταν σεράντα έναν.
- Καθώς που λες, νε κόρασον, Άμε απόθεν έρθες, Ας έν' ο Γιάννες χάρισμα σ', Έπαρ' 'τον κι άμε δέβα, Ας έν' ο Γιάννες αδελφό μ', Η κάλη του η νύφε μ', Του Γιάννε τα μικρότερας, είν' γυναικαδέλφα μ'

Ζωγραφία
Να έμνεν έναν πετούμενον σο ορμάν απές πουλόπο μ'
Κλαδίν κλαδίν επέτανα και εράευα τ' αρνόπο μ'

Γουρπάνι σ' ζωγραφία
Λάσκεσαι σα ρασία
Κανείται αρ' όσον έπιες
Αΐκα νερά τα κρύα.
Γουρπάνι σ' ζωγραφία

Να έμνεν έναν πετούμενον σο ορμάν απές πουλόπο μ'
Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά και σαίρεται το ψόπο μ'.
Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά κλαίγνε τα ποταμάκρ(ι)α
Ακούω πως μοιρολογούν τρέχνε τεμά τα δάκρ(υ)α.
Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά κλαίγνε πουλί μ' το ορμία
Ο κόσμος όλον έφυ(γ)εν ε(γ)έντον ερημία
(δείτε το βίντεο)

Ινάν Θεόν και Eσένα
Αδα σον κόσμο'ν αγαπώ,
ινάν θεόν και εσένα (2)
αν θέλτ'ς δεβά σον ανοιχτήν,
και ρώτα για τ'εμένα

Εγώ για τ'εσέν και μόνο'ν
σύρω τη σεβντάς τον πόνο'ν
και το κιφαλί'μ σο μαξιλάρ
ο νους'ιμ εν σο δρόμο'ν

Εσέν ρίζα'μ ντο αγαπώ,
αν ίσως λίγο'ν ψέμα'ν (2)
Το χώμα'ν ντο καταπατώ,
να συρ και πιν το αίμα'ν

Εγώ για τ'εσέν και μόνο'ν
σύρω τη σεβντάς τον πόνο'ν
και το κιφαλί'μ σο μαξιλάρ
ο νους'ιμ εν σο δρόμο'ν

Κορ κρέμασον ενάν σταυρόν,
και ενά'ν θεόν προσκύνα (2)
σεράντα ψυία εσύ μη καίεις,
τερέν και αγάπα ίναν

Εγώ για τ'εσέν και μόνο'ν
σύρω τη σεβντάς τον πόνο'ν
και το κιφαλί'μ σο μαξιλάρ
ο νους'ιμ εν σο δρόμο'ν


Ο Μάραντον
Τον Μάραντον χαρτίν έρθεν, θα πάγει σην στρατείαν την νύχταν πάει σον μάστοραν, την νύχταν μαστορεύει κόφτ' ας τ' ασήμι πέταλα, κι ας το χρυσάφ' καρφία τον μαύρον ατ' καλίβωνεν κατάντικρυ 'ς σον φέγγον Αφήγηση... «κι η κάλ' ατ' παραστέκει ατόν με το χρυσόν μαντήλιν τα δάκρα τς εκατήβαιναν, καλομηνά χαλάζια καρφίν - καρφίν απλώνει ατόν, την γην δάκρα γομώνει Που πας, που πας, νε Μάραντε, κι εμέν' σ'ίναν αφίνεις; Αφίνω σε σον κύρη μου, σον εν Κωνσταντίνον. Αφίνω σε σην μάνα μου, την Αΐαν Ελένην Αφίνω σε σ' αδέλφια μου τους δώδεκι Αποστόλους." Που πας, που πας, νε Μάραντε, κι εμέναν ντό αφίνεις; Αφίνω σίλια πρόατα και πεντακόσια αρνόπα Αφίνω σε τον κρίαρον, τον χρυσοκωδωνάτεν αφίνω σε χρυσόν Σταυρόν κι αργυροδαχτυλίδι το δαχτυλίδ' πούλ'τσον και φα και το σταυρόν προσκύνα. Αφήγηση... "Εφτά χρόνα εδέβανε κι ο Μάραντον 'κ εφάνθεν κι ας εφτά χρόνα κι άλλ' απάν' σε μήνους υστερναίους καβαλλάρην επέντεσεν απαγκές σα ψηλά ραχία Κάτσεν κι ατέν ερώτεσεν, - Και τίνος νύφε είσαι; και τίνος είν' τα πρόατα; και τίνος είν' τ' αρνόπα; και τίνος έν' ο κρίαρον ο χουσοκωδωνάτες; Τη Μάραντ' είν' τα πρόατα, τη Μάραντ' είν' τ' αρνόπα τη Μάραντ' έν ο κρίαρον ο χρυσοκωδωνάτες εφτά χρόνα ενέμν' ατόν, κι άλλ' εφτά θ' αναμένω αν έρται έρτ' ο Μάραντον, κι αν κι έν, καλογερεύω! Ο Μάραντο σ' επέθανεν, εκείνος 'περτς ετάφεν σην ταφήν ατ παρέστεκα κι ασ' άσπρον ατ επέρα κι εμέναν εδατάχτε με την κάλη μ' δέβα έπαρ. Οπίσ' οπίσ' νε ξένε, οπίσ' κι απ' όθεν έρθες Ο Μάραντον επέθανεν... - Εγώ εσέν θα παίρω Εγώ καλόγρα γίνουμε, σο μοναστήρ' εμπαίνω, Καλόγερος θα γίνουμαι κι εγώ εσέν θα παίρω. Εγώ πέρδικα γίνουμαι και σα καφούλα εμπαίνω Κ' εγώ αητός θα γίνουμαι κι εσέναν θα αρπάζω. ............. Ατό το στιμνοδέσιμον τη Μάραντε μ' ομοιάζει."


Ερθέν Απρίλτς κι ο Μάης

Ερθέν Απριλτς κι ο Μάης
Κι ολογερα πρασινίζνε
Πλουμιστα τα τσιτσεκοπα
Ντ’ εμορφα που σκουντουλιζνε

Τα νιάτα χαιρουνταν
Τρεχνε αδα κι ακει
Ερχουνταν χελιδονεα
Και κελα’ι’δούν τ’ αηδόνια

Ανοιξη εισαι μαγισσα
Πρασινοφορεμεντσα
Τοι σεβνταληδες ουλτς μαευς,
Νε σκυλα ΄φορισμέντζα.

Τα νιάτα χαίρουνταν…


Ο γερο και η γραια

Ο γερον κι γραια
Πορπατουν παρεα
Ερθανε σο τελος τη ζωής.
Ο γερον ερουξε,
Την γραιαν εκουξεν
Δωμα το χεροπος
Λελεβω την ψυς

Καθουν κι αναπαουν
Και οροματαουν
Σην ζωην ντ’ επερασαν
Τα χρονια πως πανε
Οι νεοι εσπρινανε
Εζαρωσαν και εγερασαν.

Άετς εν ο κόσμος
Κι ειμες εμεις μονον,
Οσοι γεννιουν, αποθανε.
Μονο τα ρασία
Ατα κι εχνε ψύα
Χρονια και ζαμανια
Απομενε.


Αποψ κι οψε το βραδον

Τον πατεραμ’ εγω αγαπω
Ασεμενα πολανι
Την μαναμ’ εροθυμεσα
Εφταγω παλαλα’ι’

Αποψ κι οψε το βραδον
Εμπρεαμ ερθεν ο χαρον,
Τον θανατον κι ενουνιζα
Τεμετερτς πως θα χανω

Ο κυριμ’ εν αση Σαντα
Η μαναμ’ πολασεσα
Εγω το ρακιν κι επατο
Ατωρα πως εμετσα

Αποψ κι οψε…

(δείτε το βίντεο)


Καραλάζο

Καραλάζοοο
Και τεσον η καρδεα ετονε πολλα τρανονι
Από μικρον παιδι επεμνες ορφανονι

Αμαν,αμαν,αμαν

Καραλαζο έλα,
Ελα σην παρεας,
Εφεκες ερημον
Το φτωχο την φωλεας

Καραλαζοοο
Και εσυ εγάπανες τ’ εμορφα τα παρεας
Εφεκες ερημο το φτωχο την φωλεας

Αμαν,αμαν,αμαν

Καραλαζο έλα,
Ελα σην παρεας,
Εφεκες ερημον
Το φτωχο την φωλέας

Καραλαζοο
Και λαφρυ να εν πουλιμ’ το χωμα ντ’ εσκεπαες
Και με τα ντερτοπας ερουξες κι ενεπαες

Αμαν,αμαν,αμαν

Καραλαζο ελα,
Ελα σην παρεας
Εφεκες ερημον
Το φτωχο την φωλεας

*αφιερωμένο στη μνήμη του θείου μου Λάζαρου Παπαδόπουλου
(δείτε το βίντεο)


Την καρδιαμ’ θα σκιζ’ ατο

την καρδιαμ’ θα σκιζ’ ατο
θ’ εχω δυο καρδιας
σ΄ένα θα βάλω τα καημους
σ’ άλλο τ’ αροθυμιας

το αιμα νερο κι εινεται
οι Ρωμιοι κι τουρκευνε
κι ο αδερφος τον αδερφο
παντα θα αραευνε

πουλοπα ταξιδιαρικα
ένα μενεμαν φερτε
τα κυρουτκαμ’ κι ο αδερφομ’
αν ζουνε σε μεν πετε

το αιμα νερο….

Αναστενάζω σιουνταν
Τα ψηλα τα ρασια
Κι οντες πονω μαρεντανε
Τα φυλλα ασα κλαδια

Το αιμα νερο….

(δείτε το βίντεο)


Το αιμαμ’ ασην καρδιαμ’

Το αιμαμ’ ασην καρδιαμ’
Άλλο κι τσιμπονιζ’
Εσπρινανε τα μαλλιαμ’
Κι η ψυμ’ κι ταγιανιζ

Το ματιμ’ θωλον
Το αιμαμ’ παγων
Αραευω γω τον θανατον

Αφου κι επορω να πινω
Ένα χουλιαρ νερο
Σουμας επαρμε Χριστε μου
Αποψ ους να μερον

Επαρμε σουμας
Να τερω ντε φτας
Και ολον τον κοσμο συγχωρας


Ρασοπουλον

Οχ, ρασοπουλο θα εινουμε
Σα ρασα θα γυριζω
Σα κλαδοπα θα καθουμε
Και θα χελιδονιζω

Ρασοπα σκιζω κι ερχομε
Τα γοναταμ’ κι τσιζνε
Θα παγω και θα ερχουμε
Το καρδοπος θα κλεφτω

Η δυσ’ εφεκεν τα ρασα
Κ’ εκατσε σα καμμενα
Τρυγωναμ’ αφς τα κυρουτκας
Και ελα με τ’ εμενα

Χρυσαγγελος θα ινουμε
Χρυσα φτερα θα φερω
Θα κονευω στ’ εγκαλιοπος
Θα περοσε και φεβω

(δείτε το βίντεο)


Βαλτε μαχαιρια διστομα

Ο’ι’, ο’ι’, βαλτε μαχαιρια δισταυρα
Την καλημ’ να ορεαζω
Κι αν ερχουνταν να περν’ ατεν
Πολλους θα μαχαιρεαζω

ο’ι’,ο’ι’, δυο μαχαιρια ξιμιγγα
σην καρδεαμ’ καρφωμενα
εβγαλτε και τερεστε τα
πως είναι ματωμένα

ο’ι’,ο’ι’, εσυ Θεέμ’ βοηθαμε
ατοιν αν κι επορουνε
τ’ αρνοπομ’ ασα χεροπαμ’
να παίρνε πολεμουνε.

(δείτε το βιντεο)

Ο κουμπάρομ’

Ο κουμπαρομ’, ο κουμπαρομ’
Ο φιλομ’ ο καλοσιμ’
Με το στεφαν ντε κρατησε
Εγεντον συγγενος ιμ

Τα ευσια ντ’ επερατε
Γομονε πεντε αμπαρεα
Να ειστε παντα αξιοι
Κουμπαρε και κουμπαρα

Το σημερνον το δεσιμον
Τεμον η κουμπαριαν
Σπικτα εκορδιλεασα
Απες και σην καρδίαμ’

Τα ευσια ντ’ επερατε….


Θεέμ’ ασην ανατολη

Μερ’ εν μανα ο αδερφομ’
Μερ’ εν , μερ επηεν,
Γιαμ κι ζει και γιαμ κι ελεπ,
Και γιαμ κι αφουγκρατε,
Μερ’ εν μανα ο αδερφομ’
Θα ποθανω ασο καημομ’

Θεέμ’ ασην ανατολη
Αγγελος αμον πουλιν
Πως θα φερ μαυρον χαμπερ
Το ιστερ και τ’ απιστερ

Μερ’ εν μανα η πατσιμ’
Μερ’ εν , μερ επηεν,
Η καρδιαμ’ γεραλιν
Και η ψυμ’ ελυεν
Μερ’ εν μανα η πατσιμ’
Άλλο κι κρατεει η ψυμ’

Θεέμ’ ασην ανατολην….

(δείτε το βίντεο)


Εγω τιναν εγαπανα

Εγω τιναν εγαπανα
Ατωρα εντον νυφε
Ατωρα εντον νυφε

Τα’ εξωπορτον εσπογγιζεν
Ειδεμε και εκρυφτεν
Ειδεμε και εκρυφτεν

Ειπατε να μη κρυφκεσε
Απ’ ατωραν εδεβεν
Απ’ ατωραν εδεβεν

Τον αντρα τιναν επηρες
Εκεινον καλοτερε
Εκεινον καλοτερε
συνεχίζεται....

6 Φεβρουαρίου 2008

στίχοι ποντιακών τραγουδιών

η πρώτη ''φουρνιά'' με στίχους από ποντιακά τραγούδια, που δημοσιέυονται στη σελίδα μας

Πάρθεν η Ρωμανία

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν' από την Πόλιν,ουδέ σ' αμπέλια ' κόνεψεν, ουδέ σα περιβόλια, επήγεν και ν' εκόνεψεν σ' Αγιά-Σοφιάς την Πόρταν.Έδειξεν τ'έναν το φτερόν, σο αίμαν βουτεμένον.Και σ' άλλο το φτερόν αθέ, χαρτίν βαστά γραμμένον.Ατό κανείς 'κι αναγνώθ', κανείς 'κι ξερ' ντο λέγει,μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.Σίτ' αναγνώθει, σίτια κλαίει, σίτια κρούει την καρδίαν:Ν' αηλί εμάς και βάι εμάς, , 'πάρθεν ή Ρωμανία! Επαίραν το Βασιλοσκάμ’ κι ελλάεν Αφεντία.Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μαναστήριακι Αϊ-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπισκάσαι.Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο …

(δείτε το βίντεο , δείτε την παρτιτούρα)

Αητέν’ τς επαραπέτανεν

Αητέν' τς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνια
και τα τζαγκία ατ' κόκκινα
και το τσαρκούλν' ατ' μαύρον,
εκράτνεν και σα κάρτζια του
παλληκαρί βραχιόνας.
- Αητέ μ', για δος με ασό κρατείς,
για πε με όθεν κείται.

- Ασό κρατώ κι δίγω σε,
αρ όθεν κείται λέγω.

Για ποίσον σιδερέν ραβδίν
καί χάλκινα τσιαρούχιακι

έπαρ σο χέρι σ' τη στράταν
κι όλεν το μονοπάτι.

Ακεί σο πέραν το ρασίν,
σ' αλάτ' επ' εκεί μέρος,

μαύρα πουλία τρώγν' ατον
και ασπρα τριγυλίσκουν.

- Φατέστε, πουλία μ', φατέστε,
φατέστε τον καρίπην,

σήν θάλασσαν κολυμπετής,
σ' όμάλια πεχλιβάνος,
σον πόλεμου τραντέλλενας,
ρωμαίικον παλληκάρι
(Δείτε την παρτιτούρα)


Η κορ επείεν σο παρχάρ

Η Κορ επείεν σον παρχάρ, έ ει πουλήμ-πουλήμ
Να είνεται ρομάνα, έλα έλα λέγωσε (δις)

Και για τ’ ατέν θα είνουμε, έ ει πουλήμ-πουλήμ
Και κυνηγός σ’ ορμάνια, έλα έλα λέγωσε (δις)
Παρχαρομάνα εποίκε σε, έ ει πουλήμ-πουλήμ
Κι εγέντ’ς λαλασαρία, έλα έλα λέγωσε (δις)

Εσέγκες με και σήν σεβτάν, έ ει πουλήμ-πουλήμ.
Τερείς με κρύα-κρύα, έλα έλα λέγωσε (δις)

Η κορ εξέβεν σο παρχάρ, έ ει πουλήμ-πουλήμ
Εγέντονε ρομάνα, έλα έλα λέγωσε (δις)

Εφώταξεν και ο παρχάρτς, έ ει πουλήμ-πουλήμ
Εμόρφηναν τ' ορμάνε, έλα έλα λέγωσε (δις)


(Δείτε το βίντεο)


Το τσαμπασίν

Εκάεν και το τσάμπασιν
Κι επέμναν τα τουβάρια, γιαρ γιαρ αμάν (δις)
Και ν’ερρούξαν σό γουρτάρεμαν
Τ’Ορτούς τα παλληκάρια οφ οφ αμάν

Κλαίν τα πουλόπα τη Θεού
Κλαίν τα πεγαδομάτια, γιαρ γιαρ αμάν (δις)
Κλαίει το τσιαμπλούκ, το καρακιόλ
Κλαιν τ’ έμορφα τ’ ελάτια, οφ οφ αμάν.

Εκάεν και το τσάμπασιν σπίτε κι θ’απομένε, γιαρ γιαρ αμάν (δις)
Τρανοί, μικροί, φτωχοί, ζεγκοίν
Ολ’ κάθουνταν και κλαίγνε, οφ οφ αμάν.
Αρ εκάεν κι εμανίεν όλεν το παρχάρ
Και ν’εκές τιδέν κι επέμνεν, μαναχόν σαχτάρ (δις)

(Δείτε το βίντεο
Δείτε την παρτιτούρα)


Σεράντα μήλα κόκκινα

Σεράντα μήλα κόκκινα πούλι μ’
σ’ ένα μαντήλ δεμένα (δις)

σεράντα σεβτάς κι’ αν εφτάς ρίζαμ
κ’ ευρίκ’ς κι άμον εμένα (δις)

τ’ ομάτες ασάν ουρανόν πουλι μ’
αστρέν πα κατηβάζνε (δις)

πόσα καρδόπα ν’ έκαψες ρίζαμ
και ποσα αναστενάζνε (δις)

Σεράντα μήλα κόκκινα πούλι μ’
σή σειράν τιζεμένα (δις)

επάρ’ αρνόπομ την στρατάν ρίζαμ
ντο θα φερ’ τσε σ’ εμένα (δις)

Για έλα έλα πούλι μ’ με τεμέν έλα γιάβρι μ’
το νόστιμον το τέρεμας πούλι μ’ θα σύρ’ και παίρ’ τ’ αχούλι μ’. (δις)

(Δείτε το βίντεο
Δείτε την παρτιτούρα)



Τη Τρίχας το γεφύρ'

Ακεί πέραν σo Δρακολίμν', ση Τρίχας τo γεφύριν, χίλιοι μαστόρ' εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες. 'Όλεν τ' ήμέραν έχτιζαν, τη νύχταν εχαλάουτον. Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θε να πλεθύν' η ρόγα, οι μαθητάδες έκλαιγαν, τσι κουβαλεί λιθάρια; Κι ατός ο πρωτομάστορας νουνίζ' νύχταν κι ημέραν. -Ντο δεις με, πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ'; -Αν δίγω σε τον κύρη μου, άλλο κύρην πα ‘κ’έχω! -Ντό δεις με, πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ’; -Αν δίγω σε τη μάνα μου, άλλο μάναν πα ‘κ’έχω! -Ντό δεις με, πρωτομάστορα και στέκει το γεφύρι σ’; -Αν δίγω σε τ' αδέλφια μου, αλλ' αδέλφια πα ‘κ’ έχω! -Ντό δεις με, πρωτομάστορα, σταλίζω το γεφύρι σ’; -Αν δίγω σε και τα πουλιά μ', αλλο πουλιά πα ‘κ’ έχω! -Ντό δεις με, πρωτομάστορα, στερένω το γεφύρι σ’; -Αν δίγω σε την κάλη μου, καλύτερον ευρήκω! Μενεί και λέει την κάλην ατ', αγλήγορα να έρται. ‘Κόμαν τον Γιάννεν ‘κ’ ελουσεν και σο κουνίν 'κ' εθέκεν, ‘κόμαν τα χτήνια ‘κ’ έλμεξεν, τα μουσκάρια ‘κ’ εδέκεν, διπλομενεί την ερημον με τα’ αοίκον πουλόπον. Σάββαν να πάει σο λουτρόν, την Κερεκήν σον γάμον και την Δευτέραν τον πουρνόν αδά να ευρισκάται. Σάββαν επήγεν σο λουτρόν, την Κερεκήν σον γάμον και την Δευτέραν τον πουρνόν σο Δρακολίμν' ευρέθεν. -Κάλη μ’, ακεί σο Δρακολίμν' ερρούξεν το σκεπάρι μ’, αν βουτάς κι εσύ παίρ’ τς ατο, είσαι τ' εμόν η κάλη. Πέντε όργέας κατηβαίν’ και με την τραγωδίαν, κι αλλα πέντε ξαν κατηβαίν’ με τη μοιρολογίαν. -Κι αρ 'κι πονώ τα κάλλια μου κι αρ ‘κί πονώ τη νέτε μ', πονώ και κλαίω το πουλί μ', ντ' εφέκα κοιμισμένον. Πως τρομάζνε τα γόνατα μ’, να τρομάζ’ το γεφύρι-σ' κι άμον ντο σείουν τά μαλλιά μ', να σείουν οι διαβάτοι κι άμον ντο τρέχνε τα δάκρυα μ', να τρέχει το ποτάμι. -Ευχέθ’, κάλη μ’, ευχέθ’, κάλη μ’, ευχέθ’, μη καταράσαι, αδέλφια έεις σην ξενιτειάν, έρχουνταν και διαβαίνε. -Κι άμον ντο στέκν’ τα γόνατα μ’, να στέκ’ και το γεφύρι κι ΄άμον ντο στέκνε τα μαλλιά μ’, να στέκνε οι διαβάτοι, κι άμον ντο στέκνε τα δάκρυα μ’, να στέκει το ποτάμι. Τρι’ αδέλφια έμνες εμείς κι οι τρεις καταραμένοι, είνας έχτσεν την Άδεσαν κι άλλε το Δεβασίριν κι εγώ η τρισκατάρατος της Τρίχας το γεφύριν

(Δείτε την παρτιτούρα)


Την πατρίδαμ έχασα
Την πατρίδαμ έχασα έκλαψα και πόνεσα
λύουμαι κ’ αρωθυμώ oϊ οϊ οϊ οϊ ν’ ανασπάλω και πορώ (δις)
Μίαν κ’ άλλο σήν ζωήμ’ σο πεγάδιμ’ σήν αυλήμ’
νέροπον ας έπινα, oϊ οϊ οϊ οϊ και τ’ ομάτεαμ’ έπλυνα (δις)
Τα ταφίαμ έχασα ντ’ έθαψα κ’ενέσπαλα
τεμετέρτς αναστορώ, oϊ οϊ οϊ οϊ και σο ψώπομ’ κουβαλώ (δις)
Μίαν κ’ άλλο σην ζωήμ’ σο πεγάδιμ’ σην αυλήμ’
νέροπον ας έπινα, oϊ οϊ οϊ οϊ και τ’ ομάτεαμ’ έπλυνα (δις)
Εκκλησίας έρημα Μαναστήρεα ακάντηλα
πόρτας και παράθερα oϊ οϊ οϊ οϊ έπεμναν ακράνοιγα (δις)
Μίαν κ’ άλλο σην ζωήμ’ σο πεγάδιμ’ σην αυλήμ’
νέροπον ας έπινα, oϊ οϊ οϊ οϊ και τα’ ομάτεαμ’ έπλυνα. (δις)

(Δείτε το βίντεο)




Η μάνα εν κρύον νερόν

Όταν γερά η μάνα και άλλο κε μπορεί (2)
α τότε θελ βοήθειαν α τότε θελ ζωήν ...
α τότε θελ ζωήν
κι όταν θα έρτε η ώρα και άλλο κι θα ζει
αμά κι φτας το χρέωσις θα καίετε η ψυς


η μάνα εν κρύον νερόν και σο ποτήρ και μπεν
η μάνα να μη είνετε η μάνα να μη εν
η μάνα να μη εν


η μάνα εν βράχος η μάνα εν ρασίν (2)
σο δύσκολον την ώρας μανίτσα, μανίτσα, μανίτσαμ θα τσαείς
η μάνα εν το στήριγμαν τη χαράς το κλαδίν
τατινές η εγάπη κε βρίετε ση γην


η μάνα εν κρύον νερόν...

θα δέαβένε τα χρόνια θα έρουμε και μεις (2)
ατά είναι με τη σειράν κι θα γλυτών κανείς...
κι θα γλυτών κανείς
και ολ πρεπ να εξέρουμε σ ‘αούτο τη ζώην
Χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς κε λεπ χαΐρ

(Δείτε το βίντεο)



Τ’ Ηλ’ το Κάστρον

Όλα τα κάστρα είδα κι όλα γύρισα κι άμον του Ηλ’ το Κάστρον, κάστρον κ’ έτονε. Σεράντα πόρτας είχεν κι όλα σίδερα κι εξήντα παραθύρια κι όλια χάλκενα. Και του γιαλού η πόρτα έτον μάλαμαν. Τούρκος το τριγυρίζει, χρόνους δώδεκα, μηδ’ εμπορεί να παίρει, μηδ’ αφήνει ατο. Κι ένας μικρός τουρκίτσος, ρωμιογύριστος, ρόκαν και ροκοτζούπιν βάλ’ σα μέσα του, αδράχτι και σποντύλι παίρ’ σα χέρια του, μαξιλαρίτσαν βάλει κι εμπροζώσκεται κι εγέντονε γυναίκα, βαριασμένισσα. -Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, καστρόπορτα, άνοιξον να εμπαίνω, Τούρκοι διώχνε με. Ν’αηλί εμέν την μάρσαν, τη χιλιάκλερον και που ναπαιδοποίγω, χειμωγκόν καιρόν. Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, καστρόπορτα, άνοιξον να εμπαίνω, Τούρκοι διώχνε με. Το Κάστρον ‘λογυρίζει και μοιρολογά κι η κορ’ απέσ’ ακούει και καρδοπονά. -Κι απ’ όθ’ εμπαίν’ ο ήλεν, έμπα απέσ’ κι εσύ κι απ’ όθ’ εβγαίν’ ο φέγγον, έβγα έξ’ κι εσύ. Κι άμον ντ’ ενοίγε η πόρτα, χίλιοι έτρεξαν κι άμον ντ’ εκαλονοίγε, μύριοι έτρεξαν. Κι άλλοι την κόρ’ αρπάζνε κι άλλοι τα φλουριά κι από το παραθύρ’ η κορ’ επήδησε, σε παλληκάρ’ αγκάλιας ψυχομάχησε.



Καλόν κορίτσ'

Καλόν κορίτσ',
καλόν κορίτσ'
καλόν κι ευλοημένον
ση χώρα φαίνετ' άσκεμον,λελέβω ατό,
σε μέναν φωταγμένον.

Καλόν κορίτσ' εχόρευαντ' έμορφα τα κορτσόπατα
τα κάλλια τουν εσείουσαν,λελέβ' ατά,
άμον μανουσιακόπα.

Καλόν κορίτσ' για χόρεψονεσύ τεμόν φραντάλαντα
αμάραντα μαραίν' πουλί μ',λελέβω σε,
και τεσόν η εγκάλιαν.

(Δείτε το βίντεο)


Τρυγώνα

(Μετά από κάθε στίχο ακολουθεί το ρεφρέν: η Τρυγόνα, η κορώνα.)

Ακεί πέρα σ' ορμανόπον,
έστεκεν κι εποίνεν ξύλα.

Τα ξύλα τ'ς έταν οξέας,
κι άντρας ατ'ς έτον μυξέας.

Πορπατεί και πάει ομάλα,
το ορταρόπα τ'ς αρνομάλλα.

Πορπατεί και πάει τίκα
τ' ορταρόπα τ'ς είν' τιφτίκα.


(Δείτε το βίντεο
Δείτε την παρτιτούρα)


Ζιπάν ζιπί

Ζίπαν ζίπ η κάρδιαμ γομάτον' όνερα
λάσκεται απάν σα παρχάρεα σα κρύα νερά
Κάθουμ' ώρας και νουνίζω μικρόν πούλοπομ'
την ανάσας να έρται κρούει απάν σον πρόσωπομ

Να τερείς μεν και να σκίεις μεν μασέρ κοφτερόν
να σασέβω να μη εξέρω που κές να τερώ
Να τρομάζω και να στέκω άμον ιαντζούις
να ανοίγω τα σερόπαμ και κει απές να ρούεις

Να ερχεσαι γρυβών τς απάνι μ'
να σφιγγ'ς να τσιχρώντς
τα ντερτια ντο ειν' απεσ ιμ ολα να λαρωντς.

(Δείτε το βίντεο)



συνεχίζεται...

Followers